Για τους αιτούντες άσυλο που έρχονται στην Κύπρο γράφει η Süddeutsche Zeitung, αλλά και για τη συγκλονιστική ιστορία της Εμίλια, πρόσφυγα από το Καμερούν που βρίσκεται τώρα στο νησί.
«Σε ολόκληρη την ΕΕ η Κύπρος είναι η χώρα με τον υψηλότερο αριθμό προσφύγων σε αναλογία ανά κάτοικο: ανά 1.000 κατοίκους υπήρχαν πέρυσι 13 αιτούντες άσυλο. Στη Γερμανία ο αντίστοιχος αριθμός ήταν μόλις τέσσερις.
Η Κύπρος βρίσκεται περί τα 200 χιλιόμετρα μακριά από το Λίβανο, απ' όπου έρχονται βάρκες που μεταφέρουν κυρίως ανθρώπους από τη Συρία».
Με την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και της λιβανέζικης κυβέρνησης οι προσφυγικές ροές θα μειωθούν.
Πολλοί όμως αιτούντες άσυλο έχουν ήδη έρθει στο νησί, ιδίως στο βόρειο τμήμα του, το οποίο τελεί εδώ και 50 χρόνια υπό τουρκική κατοχή.
Εκεί φτάνουν άνθρωποι από την Τουρκία, συχνά Αφρικανοί, πολλές φορές με φοιτητική βίζα, έχοντας κάνει εικονική εγγραφή σε κάποιο τοπικό πανεπιστήμιο. Από το βόρειο τμήμα θέλουν να περάσουν στο νότιο, διαβαίνοντας τη συνοριογραμμή όπου δεν γίνονται πολύ αυστηροί έλεγχοι».
Μία από τους πρόσφυγες που βρίσκονται στην Κύπρο είναι και η Εμίλια, μία γυναίκα από το Καμερούν που έχει ζήσει τόσες τραυματικές εμπειρίες ώστε μάλλον έχει πλέον «ανοσία στις τραγωδίες», όπως λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Έχοντας κακοποιηθεί από τη θεία της, έχοντας χάσει τη φίλη της και τον αδερφό της στον πόλεμο και αφ' ότου πέρασε ως πρόσφυγας από τη Νιγηρία, την Ινδία και την Τουρκία, η Εμίλια κατέληξε στην Κύπρο – «μία χώρα όπου τον Σεπτέμβριο κατέβηκαν στους δρόμους ξενοφοβικές συμμορίες, ακροδεξιοί που πέταγαν πέτρες και μολότοφ, επιτιθέμενοι σε πρόσφυγες αλλά και Κύπριους που ήθελαν να βοηθήσουν τα θύματα», θυμάται η SZ.
Στα πλαίσια των αποτρεπτικών μέτρων για τη μείωση των προσφυγικών ροών «η Κύπρος από τον Απρίλιο δεν επεξεργάζεται πλέον αιτήσεις ασύλου Σύρων ενώ οι κυπριακές αρχές αναγκάζουν τους πρόσφυγες να γυρίσουν πίσω στη νεκρή ζώνη, […] όπου οι άνθρωποι μένουν σε καταυλισμούς με σκηνές, ακόμη και τώρα με καύσωνα άνω των 40 βαθμών».
Η Εμίλια είχε καταφέρει να περάσει πεζή στο νότιο τμήμα του νησιού και έπειτα από δύο χρόνια της δόθηκε άσυλο.