«Οι μέχρι τώρα χειρισμοί της Ελλάδας στη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού ήταν αρκετά επιτυχείς, σε αντίθεση με την πορεία της χώρας στην ευρωκρίση. Τι κάνουν οι Έλληνες σήμερα καλύτερα από το 2009 (...);» διερωτάται σε σχόλιό της η Frankfurter Allgemeine Zeitung και παρατηρεί: «Δεν υπάρχει συναίνεση για τις ρίζες της ελληνικής κρίσης, όπως και για τη δραστική θεραπεία που εφαρμόστηκε από τους ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές.
Διάσημοι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι από τη μακρινή βόρεια Αμερική, όπως ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς, επέκριναν την τευτονική λογική της λιτότητας, με την οποία η βόρεια Ευρώπη επέμεινε να μειώσει το έλλειμμα του ελληνικού προϋπολογισμού. "Η Ελλάδα, το εξιλαστήριο θύμα" είχε γράψει ο Στίγκλιτς. Εύκολη λεία για τους αριστερούς λαϊκιστές υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα και τον υπ. Οικ. Γιάνη Βαρουφάκη (...) Από την πλευρά τους, οι Έλληνες θα είχαν το δικαίωμα να συνεχίσουν να ζουν όπως έκαναν πριν από την κρίση.»
Σε άλλο σημείο το σχόλιο αναφέρει: «Είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι το 2009 κανείς δεν ήθελε πλέον να δανείζει χρήματα στους Έλληνες. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έσωσαν την Ελλάδα από την εθνική χρεοκοπία με υψηλό κοινωνικό κόστος καθιστώντας διαθέσιμα σχετικά γρήγορα δάνεια (…) Έκτοτε οι πιστωτές της Ελλάδας έρχονται αντιμέτωποι με μια απλή εκδοχή της κεϋνσιακής θεωρίας: σύμφωνα με αυτή, οι κρατικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, εξασφαλίζουν ανάπτυξη. Από την άλλη, όποιος υποστηρίζει σταθερά χρηματοοικονομικά μεγέθη και χαμηλά ελλείμματα - ακόμα κι αν πρόκειται να αποφύγει οικονομική κατάρρευση - χαρακτηρίζεται ως αιτία της κρίσης. Ωστόσο, έχουν εντοπιστεί εδώ και καιρό άλλες αιτίες της ελληνικής κρίσης με τη βοήθεια διεθνών συγκρίσεων».
Όπως παρατηρεί ο σχολιογράφος, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε απότομη αύξηση του ΑΕΠ κατά 65% μετά την είσοδο στην ευρωζώνη, όταν το μέσο ΑΕΠ στην ΕΕ αυξήθηκε μόνο κατά 32% την ίδια περίοδο (2000-2008). Σε αντίθεση με τη Σλοβακία ή την Εσθονία η ανάπτυξη αυτή δεν οφειλόταν σε κάποιο μοντέλο βιομηχανικής πολιτικής αλλά στην αύξηση των δανείων για αγορά ακινήτων, την αύξηση της απασχόλησης στο δημόσιο και τις συντάξεις, παρατηρεί η FAZ και συμπληρώνει: «Η ανάπτυξη της Ελλάδας εκείνη την εποχή ήταν προφανώς μη βιώσιμη (…) Αντίθετα, οι προσπάθειες της νέας κυβέρνησης υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πολύ πιο ελπιδοφόρες. Βλέπει ευκαιρίες στην παγκόσμια αγορά, αν η χώρα χρησιμοποιήσει την ανοιχτή ματιά των Ελλήνων στο κόσμο και το επιχειρηματικό τους πνεύμα ώστε να καταλάβουν καίριες θέσεις. Για να γίνει αυτό, η Ελλάδα πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική. Για τον βραβευμένο με Νομπέλ οικονομολόγο Χριστόφορο Πισαρίδη, που ο Μητσοτάκης συμβουλεύεται, αρκούν μερικά σημεία για να περιγράψουν τις προτεραιότητες της ελληνικής οικονομικής πολιτικής: παραγωγικότητα, επενδύσεις, εκπαίδευση, απλούστερη διοίκηση. Είναι ευτύχημα που η Ελλάδα ακολουθεί τώρα το δικό της πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και έχει στη διάθεσή της πλέον και χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αλλά ορατά μεταρρυθμιστικά βήματα απαιτούνται ακόμη. Γι αυτό οι Έλληνες πρέπει να κινητοποιηθούν. Αλλά ο Κέυνς δεν χρειάζεται πια».