Το αμερικανικό δίκτύυο ΑBC κάνει αναφορά σε κλείσιμο (μυστικής) αμερικανικής βάσης στην Κύπρο η οποία λειτούργησε τον Σεπτέμβριο του 2013 κι έκλεισε τον Αύγουστο του 2017. Φιλοξενούσε πέντε ελικόπτερα και περί τους 40 συμβασιούχους της αμερικανικής κυβέρνησης.
Διπλωματικές πηγές σημείωσαν στο Sigmalive ότι η εν λόγω βάση φέρεται σύμφωνα με πληροφορίες να βρισκόταν στις Βρετανικές Βάσεις.
Όπως αναφέρει η Κυβέρνηση, "Σχετικά με αμερικανικό δημοσίευμα για αεροπορική βάση στην Κύπρο, η κυπριακή κυβέρνηση δεν έχει οποιοδήποτε σχόλιο να κάνει. Ερωτήματα θα πρέπει να απευθύνονται στις αμερικανικές αρχές".
Άριστα ενημερωμένες πηγές των Βρετανικών Βάσεων ωστόσο που μίλησαν στο SigmaLive ανέφεραν λακωνικά ότι αυτά «είναι ζητήματα των Αμερικανών», χωρίς να διαψεύσουν ούτε να επιβεβαιώσουν το αν η αμερικανική βάση αυτή λειτουργούσε εντός των Βρετανικών Βάσεων στο Ακρωτήρι.
Η βάση ελικοπτέρων στην Κύπρο συγκροτήθηκε ένα χρόνο μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012 στην διπλωματική αποστολή και στο κλιμάκιο της CIA στην Βεγγάζη της Λιβύης. Μεταξύ αυτών κι ο πρεσβευτής Κρίστοφερ Στίβενς. Η κυβέρνηση Ομπάμα δέχθηκε αργότερα κριτική για μη επαρκή αντίδραση στην κατάσταση ανάγκης που προκλήθηκε, ενώ ένας πρώην αξιωματούχους των ΗΠΑ που μίλησε στο ABC News άφησε να εννοηθεί ότι ίσως το γεγονός αυτό είχε ρόλο στην λήψη της απόφασης για την οργάνωση και λειτουργία της βάσης. Η βάση έκλεισε τον Αύγουστο του 2017.
Το οικονομικό κόστος της λειτουργίας της, ανερχόταν περίπου στα 20 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά του Γραφείου του Γενικού Επιθεωρητή στο αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών (OIG).
Το γραφείο αυτό αποφάνθηκε ότι η βάση ελικοπτέρων οργανώθηκε χωρίς την έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας (Aviation Government Board -AGB) του υπουργείου, ενώ δήλωσε ότι το αμερικανικό ΥΠΕΞ δεν στάθηκε δυνατό να παρουσιάσει κάποια αρχεία από την έναρξη της λειτουργίας της, τα οποία, “να εξηγούν τον σκοπό λειτουργίας της βάσης, το αναμενόμενο οικονομικό κόστος για την απεγκατάσταση της ή την επέκταση της χρήσης της. Παράλληλα, δεν εντοπίστηκαν κάποια έγγραφα που να παραθέτουν πιθανές εναλλακτικές λύσεις στην περίπτωση διακοπής λειτουργίας” της βάσης ελικοπτέρων.
Από την πλευρά του, ο Πάτρικ Κένεντι, που όπως δήλωσε ήταν ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος του αμερικανικού ΥΠΕΞ που έλαβε την απόφαση για την λειτουργία της βάσης κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είπε στο ABC News ότι διαφωνεί ουσιαστικά με τα συμπεράσματα του OIG σχετικά την χρησιμότητα της βάσης, ενώ υποστήριξε ότι η λειτουργία της “ήταν μία λογική απόφαση.”
Ο Κένεντι διετέλεσε υφυπουργός αρμόδιος για την διοίκηση του αμερικανικού ΥΠΕΞ, ενώ δήλωσε πως δεν είχε ενημερωθεί για την αναφορά του OIG μέχρι την δημοσιοποίησή της. Ο ίδιος είπε πως ο σκοπός λειτουργίας της βάσης ήταν να παρέχει βοήθεια στο ενδεχόμενο άμεσης εκκένωσης προσωπικού.
Στο πλαίσιο της επιχειρησιακής δράσης της συμπεριλαμβανόταν η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Βηρυτό του Λιβάνου, ενώ κατά την άποψη του Κένεντι, το ενδεχόμενο διεξαγωγής επιχειρήσεων άμεσης εκκένωσης στην περιοχή ενδιαφέροντος δεν έχει αντιμετωπιστεί.
Το OIG από την πλευρά του δήλωσε ότι μόλις τον Απρίλιο του 2017 το αμερικανικό ΥΠΕΞ δημοσιοποίησε το σκεπτικό του για την λειτουργία της βάσης. Στην ίδια αναφορά καταγράφεται ότι η βάση ελικοπτέρων στην Κύπρο βοήθησε σε μία περίπτωση στην υλοποίηση μιας (μη προσδιορισμένης χρονικά) επιχείρησης στρατιωτικής εκκένωσης στο Σινά.
Η ίδια αναφορά του OIG που δημοσιοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα, χαρακτήρισε την λειτουργία της βάσης ως απόδειξη αλόγιστης οικονομικής δαπάνης, εκτιμώντας ότι το αμερικανικό ΥΠΕΞ “θα μπορούσε αν είχε εξοικονομήσει περίπου 71 εκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες που δεν ήταν απαραίτητες,” εάν είχαν ακολουθηθεί οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Δύο πρώην αξιωματούχοι των ΗΠΑ, δήλωσαν στο ABC News ότι συμφωνούν με την άποψη ότι η αναφερόμενη βάση ελικοπτέρων δεν είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό για την λειτουργία της. Ένας από αυτούς, δήλωσε ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής τους στην βάση, οι συμβαλλόμενοι με την αμερικανική κυβέρνηση πιλότοι των ελικοπτέρων πραγματοποιούσαν αποστολές ρουτίνας γύρω από την Μεγαλόνησο προκειμένου να διατηρήσουν σε ισχύ την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα.
“Επρόκειτο για μία αερολέσχη,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο ένας από τους πρώην αξιωματούχους.
Οι εκπρόσωποι του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών δεν ανταποκρίθηκαν σε αίτημα του ABC News, για να σχολιάσουν τις αποκαλύψεις για την βάση.
Από την πλευρά του, ο Κένεντι, που σήμερα έχει συνταξιοδοτηθεί υποστήριξε ότι η βάση ελικοπτέρων οργανώθηκε επί τη βάσει πραγματικών κινδύνων ασφάλειας στην περιοχή και παρά τους ισχυρισμούς του OIG “δεν υπήρχαν άλλες επιλογές.”
Αναφορικά με τον μη εντοπισμό σχετικών εγγράφων, ο Κένεντι είπε ότι κάποιες επιχειρησιακές αποφάσεις λαμβάνονται μετά από συζητήσεις και σχετικές διαβουλεύσεις “με τις εμπλεκόμενες πλευρές” και μετά απλά υλοποιούνται, με ελάχιστα ή και καθόλου έγγραφα.
Η αναφορά του OIG τονίζει ότι: οι αξιωματούχοι του αμερικανικού ΥΠΕΞ με τους οποίους μίλησε το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή, είπαν ότι η απόφαση για την οργάνωση της βάσης ελήφθη γρήγορα, προφανώς ως μία αντίδραση στην κλιμακούμενη ένταση που καταγραφόταν στην περιοχή.”
Ο Κένεντι που αργότερα είχε εμπλοκή στην αντιπαράθεση που προκλήθηκε γύρω από την επίθεση στην Βεγγάζη και την αντίδραση της αμερικανικής κυβέρνησης, δήλωσε ότι το γεγονός αυτό δεν συντέλεσε στην λήψη της απόφασης για την οργάνωση και λειτουργία της βάσης.
Τελικά, το OIG συνέστησε την επανεξέταση από το αμερικανικό ΥΠΕΞ των αποφάσεων που οδήγησαν στις οικονομικές δαπάνες για την αναφερόμενη βάση ελικοπτέρων.
Ωστόσο, αξιωματούχοι του αμερικανικού ΥΠΕΞ ανέφεραν ότι καθώς η λειτουργία της βάσης έχει τερματιστεί, αλλά κι ο αξιωματούχος που είχε λάβει την απόφαση για την οργάνωση και την λειτουργία της (υπονοώντας τον Κένεντι) δεν εργάζεται πλέον στο υπουργείο, μία τέτοια επανεξέταση δεν θα είχε κάποια σκοπιμότητα.
Από την πλευρά του, το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών διατηρεί μία χαμηλού προφίλ επιχειρησιακή δυνατότητα διεξαγωγής αεροπορικών επιχειρήσεων γνωστή ως “Air Wing” από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Το πλαίσιο αυτό διεξαγωγής αερομεταφορών εδραιώθηκε αρχικά ώστε να υπάρξει υποστήριξη στις επιχειρήσεις καταπολέμησης του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών στη Νότια Αμερική.
Αργότερα, το πρόγραμμα επεκτάθηκε με την συμμετοχή 200 αεροσκαφών σε πέντε χώρες (Κολομβία, Περού, Παναμάς, Αφγανιστάν, Ιράκ). Σήμερα, καλύπτει μία σειρά από επιχειρήσεις που περιλαμβάνουν την ανάληψη αντιτρομοκρατικής δράσης, αλλά και την κάλυψη των μεταφορικών αναγκών μεταξύ των πρεσβειών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία της αναφοράς του OIG, η οποία είχε χαρακτήρα γενικότερου ελέγχου για τις επιχειρήσεις αερομεταφοράς του αμερικανικού ΥΠΕΞ.