Μεγάλη ανησυχία στις διεθνείς αγορές προκάλεσε η κλιμάκωση της έντασης σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, αφού ο Ντόλαντ Τραμπ έκανε ένα βήμα μπροστά στον εμπορικό πόλεμο κι ανακοίνωσε ότι θέλει να επιβάλλει νέους δασμούς 25% σε εισαγωγές 200 δισ. από την Κίνα.
Στο μέτωπο του Αμερικανού προέδρου με τον αντίζηλο του για την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία εντάσσεται νέα κίνηση του Τραμπ, με σκοπό να «να ενθαρρυνθεί η Κίνα να αλλάξει συμπεριφορά», σύμφωνα με αξιωματούχους των υπηρεσιών του μονίμου αντιπροσώπου της Ουάσινγκτον για το εμπόριο.
Ο Τραμπ «ανέθεσε στον μόνιμο αντιπρόσωπο να εξετάσει την πιθανότητα να αυξηθούν οι τελωνειακοί δασμοί (...) από το 10% στο 25% σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων», επιβεβαίωσε ένας από τους αξιωματούχους.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατηγορεί το Πεκίνο για «δόλιες» πρακτικές και «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας», ενώ απαιτεί από τον ασιατικό γίγαντα να εγκαταλείψει αυτές τις πρακτικές, να μειώσει το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα ύψους 200 δισεκ. δολαρίων σε ετήσια βάση και να ανοίξει περισσότερο τις αγορές του στις αμερικανικές εταιρείες.
«Δεν έχουμε δει κάποια εξέλιξη για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά», ανέφεραν σε επιτιμητικό τόνο Αμερικανοί αξιωματούχοι. «Αντί να αλλάξουν συμπεριφορά, επέβαλαν αντίποινα» σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 34 δισεκ. δολαρίων, συνέχισαν και διεμήνυσαν ότι ο Τραμπ παραμένει αποφασισμένος «να εξασφαλίσει αποτελέσματα».
Όταν ρωτήθηκε εάν η απόφαση αυτή πιθανόν συνδέεται με τις πρόσφατες επικρίσεις του Ρεπουμπλικάνου για την υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του κινεζικού νομίσματος, του γιούαν, ο ένας από αυτούς είπε ότι «δεν θα σπεύσω να εξαγάγω το συμπέρασμα ότι η απόφαση που ανακοινώθηκε σήμερα συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη πρακτική» του Πεκίνου.
Όμως, ο ίδιος αξιωματούχος υπενθύμισε ότι η κινεζική κυβέρνηση είχε δεσμευθεί το 2015 να μην προχωρά σε ανταγωνιστικές νομισματικές υποτιμήσεις, δηλαδή να μειώνει την αξία του γιούαν για να γίνονται πιο ανταγωνιστικά τα κινεζικά εξαγόμενα προϊόντα.
Οι ΗΠΑ επέβαλαν ήδη την 6η Ιουλίου τιμωρητικούς, επιπρόσθετους τελωνειακούς δασμούς σε εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα αξίας 34 δισεκ. δολαρίων. Το Πεκίνο ανταπέδωσε επιβάλλοντας πρόσθετους δασμούς σε αμερικανικά εξαγόμενα προϊόντα ίσης αξίας.
Εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών ξεκαθάρισε χθες ότι η χώρα του θα ανταποδώσει εάν επιβληθούν νέοι δασμοί από τις ΗΠΑ, ενώ προεξόφλησε ότι η αμερικανική πίεση δεν θα φέρει αποτέλεσμα και υπενθύμισε ότι το Πεκίνο ανέκαθεν τασσόταν υπέρ του διαλόγου για την επίλυση διενέξεων για το εμπόριο.
Σήμερα το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας ανακοίνωσε πως είναι απολύτως προετοιμασμένη για την κλιμάκωση των απειλών των ΗΠΑ σε εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών και θα πρέπει να ανταπαντήσει για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπειά της και τα συμφέροντα των πολιτών της. «Η Κίνα τάσσεται υπέρ του διαλόγου για την επίλυση των διαφορών αλλά η ισότιμη μεταχείριση και η τήρηση των δεσμεύσεων είναι προϋποθέσεις για τον διάλογο» ανέφερε το υπουργείο.
Υποχώρηση των μετοχών
Οι φόβοι για περαιτέρω κλιμάκωση της εμπορικής διαμάχης μεταξύ των δύο εξαπλώθηκαν από τις ασιατικές αγορές στην Ευρώπη σήμερα, οδηγώντας σε πτώση τις χρηματιστηριακές αγορές.
Οι ευρωπαϊκές μετοχές υποχώρησαν έντονα, «τιμωρήθηκαν» από το θέμα του εμπορικού πολέμου που επανήλθε στο προσκήνιο, σχολιάζει η ιταλική εφημερίδα Il Sole 24 Ore.
Συγκεκριμένα, ο πανευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600 κατέγραψε πτώση 0,8%, ο γερμανικός δείκτης DAX υποχώρησε μέσα στη μέρα κατά 1,5%, ενώ ο ευρύτερος δείκτης MSCI για τις μετοχές Ασίας-Ειρηνικού εκτός Ιαπωνίας έκλεισε με πτώση 1,6%.
Στην αγορά ομολόγων, το κόστος δανεισμού στη Γερμανία και τη Γαλλία υποχώρησε από το υψηλό επίπεδο επτά εβδομάδων καθώς αυξήθηκε η ζήτηση για τα λεγόμενα ασφαλή καταφύγια.
Αναλυτές απέδωσαν την υποχώρηση στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές στην αβεβαιότητα για την εμπορική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, ενώ τα πρόσφατα εταιρικά αποτελέσματα και οικονομικά στοιχεία έχουν υπάρξει σε γενικές γραμμές ενθαρρυντικά.
Στο μεταξύ η στερλίνα σημείωσε προσωρινή και μικρή μόνο άνοδο αφού η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια από τα χαμηλά επίπεδα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και άφησε να εννοηθεί ότι δεν βιάζεται να προχωρήσει σε περαιτέρω σύσφιξη της πολιτικής της με την αβεβαιότητα του Brexit στον ορίζοντα.
Η στερλίνα αυξήθηκε από το 1,3081 δολάριο στο 1,3129 δολάριο μετά την απόφαση αλλά γρήγορα έχασε τα κέρδη της και κινείτο νωρίτερα στο 1,3050.
Οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν για τρίτη συνεχή ημέρα, ύστερα από την απρόσμενη αύξηση των αμερικανικών αποθεμάτων αργού. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για το πετρέλαιο μπρεντ σημείωσαν νωρίτερα πτώση 39 σεντς στα 72,00 δολάρια το βαρέλι.