Αντικειμενικός σκοπός κάθε έρευνας είναι να μας καταστήσει ικανούς να λάβουμε καλύτερες αποφάσεις.
Από την εξέταση του υπό μελέτη φαινομένου αποτιμούμε τις συνέπειες κάθε διαζευκτικής οδού ενέργειας και αποφασίζουμε στη συνέχεια να ακολουθήσουμε μία από αυτές ανάλογα με τις εκτιμώμενες συνέπειες, Η αποτίμηση των συνεπειών κάθε διαζευκτικής οδού ενέργειας γίνεται με βάση τις ισχύουσες υποθέσεις επί του υπό μελέτη προβλήματος. Ένας τύπος προβλήματος είναι: «να αποφασισθεί πόσες μονάδες θα πρέπει να αποθηκευθούν όταν ο αριθμός των μονάδων οι οποίες θα απαιτηθούν (θα ζητηθούν) αποτελεί μία τυχαία μεταβλητή». Σ' αυτό το πρόβλημα ένα σύνολο διαζευκτικών ενεργειών είναι διαθέσιμο, από το οποίο μία επιλογή είναι δυνατόν να γίνει και η χρηματική έκβαση αυτής της επιλογής είναι αβέβαιη. Όπως είναι φανερό το πρόβλημα περιστρέφεται επί τον τιμών της τυχαίας μεταβλητής «Ζήτηση» (δηλαδή, ο αριθμός των μονάδων που θα ζητηθούν). Βάσει της Στατιστικής Μεθοδολογίας θα πρέπει ή να εκτιμήσουμε την τιμή της ζητήσεως ή να ελέγξουμε ορισμένες υποθέσεις επί της τιμής της ζητήσεως.
Στο στάδιο αυτό το έργο του Στατιστικού συμπληρώνεται με την χρησιμοποίηση των μεθόδων «ελέγχου υποθέσεως», και στην συνέχεια ο λήπτης της αποφάσεως έχει τον λόγο.
Ας υποθέσουμε, ότι η αναμενόμενη χρηματική αξία (εν προκειμένω το αναμενόμενο κέρδος) είναι δυνατόν να αποτελέσει το κριτήριο τα οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την λήψη της αποφάσεως. Οπότε, η καλύτερη ενέργεια είναι εκείνη η οποία εξασφαλίζει το μεγαλύτερο αναμενόμενο κέρδος. Το αποτέλεσμα βέβαια αυτό εξαρτάται από το κριτήριο το οποίο υιοθετήσαμε (δηλαδή, της μεγιστοποιήσεως του αναμενόμενου κέρδους).
Άλλο κριτήριο π.χ. της μεγιστοποιήσεως του ελάχιστου κέρδους θα οδηγούσε σε διαφορετική λύση. Στο κριτήριο αυτό η αριθμητική τιμή των τιμών της συναρτήσεως πιθανότητας (δηλαδή των πιθανοτήτων) υπό την προϋπόθεση ότι είναι μεγαλύτερη από μηδέν, δεν παίζει ρόλο, ενώ στην περίπτωση του κριτηρίου του αναμενόμενου κέρδους παίζει κρίσιμο ρόλο.
Είναι προφανές ότι ένας συντηρητικός άνθρωπος είναι δυνατόν να επιλέξει το κριτήριο «μεγιστοποιήσεως του ελάχιστου κέρδους», ενώ ένας λιγότερο συντηρητικός είναι δυνατόν να επιλέξει το κριτήριο του αναμενόμενου κέρδους.
Γι' αυτό εάν είναι δυνατόν να περιγράψουμε κάθε περίπτωση μέσω μιας συναντήσεως χρησιμότητας, μπορούμε να γενικεύουμε το κριτήριο της επιλογής σε εκείνο που μεγιστοποιεί την αναμενόμενη χρησιμότητα (ή ελαχιστοποιεί την αναμενόμενη αρνητική χρησιμότητα). Αυτό θα μας καταστήσει ικανούς να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι μία μεγάλη ζημία έχει π.χ. τεράστια αρνητική χρησιμότητα ενώ μία μικρή ζημία έχει αναλογικά μικρότερη αρνητική χρησιμότητα. Το γεγονός ότι, πολλοί άνθρωποι προτιμούν ένα μέτριο αλλά βέβαιο κέρδος, από ένα υψηλό κέρδος στο οποίο όμως υπάρχει ο κίνδυνος, τις συνέπειες του οποίου δεν θα μπορούσαν να υποστούν, οδήγησε την επιστημονική έρευνα να προτείνει την χρησιμοποίηση «κλίμακας χρησιμότητας» και όχι «χρηματική κλίμακα» σαν κριτήριο λήψεως αποφάσεως.