Απάντηση στο ερώτημα αυτό θα δώσει η θεωρία της Δειγματοληψίας, (η οποία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον σύνδεσμο μεταξύ της πραγματικότητας και των πορισμάτων της θεωρίας πιθανοτήτων), που επιτρέπει να υπολογίσουμε χαρακτηριστικά μέτρα του δείγματος και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσουμε σαν ικανοποιητικές προσεγγίσεις (δηλ. εκτιμήσεις) των αγνώστων παραμέτρων του δειγματοληπτούμενου πληθυσμού.
Στην Στατιστική, όπως άλλωστε και σε κάθε επιστημονική έρευνα, και οι πιο ασφαλείς μέθοδοι πρέπει να εφαρμόζονται με πολύ περίσκεψη. Σε κάθε βήμα πρέπει τα θεωρητικά εξαγόμενα να παραβάλλονται προς τα γεγονότα και να αναζητείται η διαπίστωση της αναγκαιότητας των υποθέσεων που διατυπώθηκαν κατά την μελέτη του προβλήματος.
Συνεπώς, απαιτείται βαθιά και εξειδικευμένη γνώση των στατιστικών μεθόδων, η οποία αποκτάται δια θεωρητικών σπουδών αφενός και αφετέρου με εκτεταμένη πρακτική εξάσκηση, η οποία πιστεύουμε ότι αποτελεί το απαραίτητο αλλά και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ερευνητή, που επιδιώκει να διερευνήσει καταστάσεις και σχέσεις εξαρτήσεως για την διαμόρφωση των οποίων επιδρούν πολλές αιτίες, με διαφορετική ένταση και τις οποίες δεν είναι δυνατόν να υποβάλλουμε σε πειραματικό έλεγχο.
Ένα δείγμα περιέχει μια μικρή συλλογή από κάποιο μεγαλύτερο σύνολο (γεννήτορα πληθυσμό ή δειγματοληπτούμενο πληθυσμό), για το οποίο επιθυμούμε να έχουμε κάποιες πληροφορίες. Το δείγμα εξετάζεται προκειμένου να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματά του επί των πληροφοριών που μας ενδιαφέρουν. Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, το πρόβλημα είναι να καταλήξουμε σε σωστά επαγωγικά συμπεράσματα για τον γεννήτορα ή δειγματοληπτούμενο πληθυσμό.
Το δείγμα είναι αυτό που παρατηρούμε, αλλά ο πληθυσμός είναι αυτός που ερευνούμε προκειμένου να τον γνωρίσουμε.
Από τα ανωτέρω είναι ευκολονόητο ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα αν δεν ήταν πάντοτε παρούσα η μεταβλητικότητα. Εάν όλες οι μονάδες του πληθυσμού ήταν όμοιες, ένα δείγμα αποτελούμενο από μία μόνο μονάδα θα έδινε πλήρεις (τέλειες) πληροφορίες για τον δειγματοληπτούμενο πληθυσμό. Ευτυχώς, υπάρχει απεριόριστη μεταβλητικότητα ανάμεσα στις επί μέρους μονάδες καθώς και στο περιβάλλον τους. Μια συνέπεια αυτού είναι ότι διαδοχικά δείγματα συνήθως διαφέρουν μεταξύ τους. Σαν συνέπεια αυτού είναι προφανές, ότι τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων ενός δείγματος δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελέσματα που αφορούν στον γεννήτορα πληθυσμό. Επομένως σκοπός μας είναι να φθάσουμε σε κατάλληλα συμπεράσματα για τον ερευνώμενο πληθυσμό, παρά την δειγματοληπτική μεταβλητικότητα.
Κατά τον Πλάτωνα (428 – 348 π.Χ.) Αθηναίο φιλόσοφο, από τους κορυφαίους όλων των εποχών «Παν το εκ της μετρήσεως εξαρτώμενο, κατ’ ανάγκη, και επιστήμη και τέχνη εστί».
*Βασίλειος Κίμ. Μπένος
πρώην Πρύτανης
του Πανεπιστημίου Πειραιώς