Διασχίστε την ομίχλη και θα δείτε ότι ο πλανήτης μετά τον κορονοϊό παίρνει διάφορα σχήματα. Τα σύνορα θα έχουν επιστρέψει. Η οικονομική κληρονομιά της πανδημίας θα περιλαμβάνει δραστικές μειώσεις της παραγωγής, εκτεταμένες χρεοκοπίες επιχειρήσεων, υψηλότερη ανεργία και συσσώρευση δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι πλουσιότερες χώρες θα είναι πιο φτωχές και πιο χρεωμένες. Ο καπιταλισμός θα αποκτήσει μια νέα όψη.
Οι κυβερνήσεις που αυξάνουν τη συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις θα ζητήσουν μεγαλύτερο λόγο στη διαχείριση των υποθέσεών τους. Η φορολογία μοιραία θα αυξηθεί. Οι πολιτικοί θα προωθούν εθνικούς ήρωες, κυρίως σε τομείς όπως η φαρμακευτική βιομηχανία. Οι έλεγχοι στα σύνορα θα γίνουν πιο συχνοί και πολλές κυβερνήσεις θα διατηρήσουν τις εξουσίες στο πεδίο της εποπτείας που απέκτησαν στη διάρκεια της κρίσης.
Το κατά πόσον όλα αυτά θα οδηγήσουν σε μετασχηματισμούς που γίνονται μια φορά σε κάθε γενιά, και αλλάζουν τους συσχετισμούς δυνάμεων στα κράτη, εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα λάβουν οι πολιτικοί ηγέτες. Ο λαϊκισμός θα τους οδηγήσει προς τον εθνικισμό και την απο-παγκοσμιοποίηση. Η αδιαφορία του ιού για τα εθνικά σύνορα, όμως, αναδεικνύει ήδη την ανάγκη για δομές συνεργασίας.
Το προηγούμενο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 είναι χρήσιμο. Οι πολιτικοί θα έπρεπε να έχουν διδαχθεί δύο πράγματα από την κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ύφεση που ακολούθησε. Ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός της λεγόμενης συναίνεσης της Ουάσινγκτον οδήγησε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς αυτό το μοντέλο της οικονομίας της αγοράς. Και μια μορφή παγκοσμιοποίησης που είχε οδηγήσει στον πλουτισμό του 1% εις βάρος των υπολοίπων δυσφήμισε τις φιλελεύθερες, ανοιχτές αγορές.
Εν τούτοις, οι κυβερνήσεις απάντησαν με προγράμματα λιτότητας που φόρτωσαν τις ζημιές του συστήματος στις πλάτες όλων. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούσαν έναν άλλο δρόμο, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης έκριναν ότι το κόστος έπρεπε να μοιραστεί ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύναμους.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που εξελέγη ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, που η Βρετανία αποφάσισε να εγκαταλείψει την ΕΕ και που ενισχύθηκαν τα κόμματα της άκρας Δεξιάς και άκρας Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.
Η κάλυψη του κόστους της πανδημίας εγείρει τα ίδια ερωτήματα. Η επιστροφή στη λιτότητα θα είναι τρέλα, μια πρόσκληση σε κοινωνική αναταραχή, αν όχι σε επανάσταση. Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί θα πρέπει βέβαια να πληρωθούν. Για να επιβιώσει όμως η φιλελεύθερη δημοκρατία, θα πρέπει να αναγνωρίσει την ανάγκη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που θα αναγνωρίζει την ευημερία της πλειοψηφίας έναντι των συμφερόντων των προνομιούχων. Οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι σε επισφαλείς θέσεις υπέστησαν μεγάλο πλήγμα μετά το κραχ του 2008. Δεν θα δεχθούν ξανά κάτι τέτοιο.
Ο κορονοϊός πρέπει να μας διδάξει ότι οι οικονομίες μας δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς αυτούς τους εργαζόμενους που φροντίζουν τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους, δουλεύουν στα σούπερ μάρκετ και παραδίδουν τα πακέτα της Amazon. Η έννοια της ισότητας έχει αποκτήσει πολιτική ισχύ.
Η πανδημία αποκάλυψε πόσο μακριά από τη στρατηγική αυτάρκεια βρίσκονται ακόμη και οι πιο πλούσιες χώρες. Η διεθνής διαμάχη για τα τεστ, τα φάρμακα και τον εξοπλισμό για την καταπολέμηση του Covid-19 θα αναγκάσει τους πολιτικούς να στραφούν προς μεγαλύτερο κρατικό σχεδιασμό. Μπορεί λοιπόν να καταλήξουμε σε αυτό που ο Πασκάλ Λαμί αποκαλεί «παγκοσμιοποίηση με κινεζικά χαρακτηριστικά».
Όπως έγινε και στα χρόνια μετά το 2008, ο μεγάλος κίνδυνος είναι η αδράνεια. Κουρασμένοι από τον πόλεμο κατά της πανδημίας, οι πολιτικοί μπορεί να αποφασίσουν ότι λίγο περισσότερες κοινωνικές δαπάνες εδώ, λίγο μεγαλύτερος παρεμβατισμός και προστατευτισμός εκεί, είναι αρκετά. Αλλά θα κάνουν λάθος. Οι περιορισμένες μεταρρυθμίσεις θα ανανεώσουν απλώς την πρόσκληση προς τους λαϊκιστές να πάρουν ξανά τα όπλα κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η πανδημία, είπε η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ΕΕ από τότε που ιδρύθηκε. Η απάντηση, τόνισε, δεν μπορεί παρά να είναι η αλληλεγγύη, «το να δείξουμε έτοιμοι να υπερασπιστούμε και να ενισχύσουμε την Ευρώπη». Αυτά είναι ωραία λόγια, έστω κι αν άργησαν. Μένει να μεταφραστούν σε πράξεις.
*O Φίλιπ Στίβενς είναι αρθρογράφος των Financial Times
ΠΗΓΗ: Financial Times via ΑΠΕ-ΜΠΕ