Ο όρκος που δίδεται στην αίθουσα της Βουλής αποτελεί μια σαφή δέσμευση για την προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Η δέσμευση αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί, ούτε να παραμεριστεί, ιδιαίτερα σε καιρούς αυξημένων γεωπολιτικών πιέσεων. Ωστόσο, η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, η οποία προωθεί νομοσχέδια που επιτρέπουν την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, έρχεται σε αντίθεση με αυτήν τη βασική υποχρέωση. Η παραχώρηση κυριαρχίας, ειδικά σε θέματα όπως η ΑΟΖ και τα κυριαρχικά δικαιώματα σε νησίδες, δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο που υπονομεύει την εθνική μας ασφάλεια.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε αυξανόμενες τουρκικές απαιτήσεις, με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών να επισκέπτεται την Αθήνα με σκοπό την επιβολή μιας συνολικής «λύσης» σε ζητήματα όπως το Κυπριακό, τα χωρικά ύδατα, η υφαλοκρηπίδα, και η ΑΟΖ. Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να στρώνει κόκκινα χαλιά, επιτρέποντας στη γειτονική χώρα να ασκήσει ασφυκτικές πιέσεις. Αυτές οι παραχωρήσεις δεν εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον, αλλά αντιθέτως αποδυναμώνουν τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον.
Η αδυναμία της Αθήνας να αναχαιτίσει την επεκτατική πολιτική της Άγκυρας καταδεικνύεται από την αποφυγή διεκδίκησης των 12 ναυτικών μιλίων για τα χωρικά ύδατα, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να το πράξει μονομερώς σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας. Η στρατηγική του κατευνασμού, που επιμένει να εφαρμόζεται, έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι αποθρασύνει την Τουρκία, η οποία συνεχίζει τις προκλήσεις της με αναθεωρητική πολιτική.
Ανησυχητικές είναι επίσης οι απόψεις που εκφράζονται δημόσια από ορισμένα κέντρα εξουσίας, όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ, τα οποία προωθούν την υποχώρηση σε κυριαρχικά δικαιώματα. Οι πρόσφατες δηλώσεις για την πιθανή μείωση των χωρικών υδάτων στα 8 ή 9 ναυτικά μίλια αντί για 12 υποδεικνύουν μια επικίνδυνη προσέγγιση. Η απουσία αντίδρασης από την κυβέρνηση, όπως φαίνεται και από τη στάση του Υπουργείου Εξωτερικών, επιτείνει την ανησυχία.
Αυτή η πολιτική υποχώρηση δεν περιορίζεται μόνο στα εθνικά μας θέματα, αλλά έχει ευρύτερες συνέπειες για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Η άρνηση να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας, όπως καθορίζονται από το διεθνές δίκαιο, ανοίγει την πόρτα για περαιτέρω πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες, ενώ η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξάνεται. Ο κίνδυνος για μια κοινωνική και πολιτική αναταραχή είναι πλέον ορατός, καθώς οι πολίτες, αντιμέτωποι με αυτές τις παραχωρήσεις, αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, συχνά σε ακραία πολιτικά σχήματα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας δεν αποτελεί μόνο συνταγματική υποχρέωση, αλλά και ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Η χώρα πρέπει να προχωρήσει με αποφασιστικότητα, ασκώντας τα δικαιώματά της, χωρίς να υποκύπτει σε εξωτερικές πιέσεις. Κάθε υποχώρηση ενδυναμώνει τους αντιπάλους μας και αποδυναμώνει την Ελλάδα στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό.
Η συνεχής παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων οδηγεί αναπόφευκτα σε μια υπονόμευση του ίδιου του κράτους. Η στρατηγική του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας έχει δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση στα κέντρα εξουσίας ότι η Ελλάδα μπορεί να διαπραγματευτεί το αδιαπραγμάτευτο. Όμως, κάθε παραχώρηση στην εθνική κυριαρχία δεν είναι απλώς πολιτική απόφαση – είναι βαθύτατη προδοσία του συντάγματος, της δημοκρατικής τάξης και των πολιτών.
Η ίδια η ύπαρξη του ελληνικού κράτους εξαρτάται από την προάσπιση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Η παράβλεψη αυτών των αξιών ενθαρρύνει τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας και υπονομεύει την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή. Ας μην ξεχνάμε ότι η αδυναμία της ελληνικής ηγεσίας να σταθεί αντάξια των εθνικών προκλήσεων και η απουσία μιας στιβαρής εξωτερικής πολιτικής έχουν οδηγήσει σε αποδυνάμωση της χώρας μας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία δεν είναι απλώς έννοιες που περιορίζονται σε νομικά κείμενα και θεωρητικά πλαίσια. Είναι η ουσία της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας ενός λαού. Οφείλουμε να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας, όχι μόνο γιατί μας το επιτρέπει το διεθνές δίκαιο, αλλά γιατί είναι ηθική μας υποχρέωση απέναντι στις επόμενες γενιές.
Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, οι πολίτες πρέπει να απαιτήσουν από την πολιτική ηγεσία ξεκάθαρες και γενναίες αποφάσεις. Όταν οι ηγέτες υποκύπτουν σε πιέσεις και απεμπολούν τα εθνικά δικαιώματα, τότε δημιουργείται ένα επικίνδυνο κενό που σύντομα θα καλυφθεί από εκείνους που έχουν αναθεωρητικά σχέδια. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει με παθητική στάση απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Αν δεν ληφθούν άμεσα και δραστικά μέτρα, η χώρα μας κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο την κυριαρχία της, αλλά και την εθνική της ταυτότητα. Οι υπερασπιστές του κατευνασμού θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πολιτικών τους και ο ελληνικός λαός θα αναγκαστεί να πληρώσει το βαρύ τίμημα μιας αδύναμης και υποτακτικής διακυβέρνησης. Τώρα είναι η στιγμή της δράσης, της διεκδίκησης και της προάσπισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Ας μην προσπερνάμε τις αυστηρές προειδοποιήσεις δύο κορυφαίων πολιτικών προσωπικοτήτων, του Κώστα Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά, οι οποίοι έχουν εκφράσει δημόσια τις ανησυχίες τους για τις πρόσφατες κινήσεις της κυβέρνησης. Έχουν σταθεί ιδιαίτερα καυστικοι απέναντι σε οποιαδήποτε απόπειρα υποχώρησης στα εθνικά θέματα, τονίζοντας ότι «δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες» στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Η μη ξεκάθαρη απάντηση , του Μητσοτάκη μπροστά σε αυτές τις δηλώσεις εγείρει ερωτήματα σχετικά με την υποχρέωση του να υπερασπιστεί τα εθνικά μας συμφέροντα.
Αυτή η «πρεμούρα» που δείχνει η σημερινή κυβέρνηση για άμεση επίλυση των διαφορών με τους γείτονες, χωρίς ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις επισημάνσεις αυτών των δύο πρώην ηγετών. Οι πολιτικές του κατευνασμού, όπως έχουν αποδείξει οι εμπειρίες του παρελθόντος, οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς, και η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλογιστεί τις συνέπειες αυτών των επιλογών πριν είναι πολύ αργά.
Η στροφή της κοινής γνώμης προς πατριωτικές πολιτικές φωνές είναι μια φυσική συνέπεια της απογοήτευσης που δημιουργείται όταν οι ενδοτικοί δεν υπερασπίζονται με σθένος τα εθνικά συμφέροντα. Η ευθύνη της πολιτικης ηγεσίας είναι μεγάλη, και η απαίτηση για μια σταθερή, αποφασιστική στάση απέναντι στις προκλήσεις γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική.
Συνοψίζοντας, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση, και η εθνική κυριαρχία δεν πρέπει να τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε από εξωτερικούς παράγοντες, ούτε από εσωτερικές πολιτικές αδυναμίες.