Με αισθήματα εξαιρετικής τιμής κηρύσσω την έναρξη της Διεθνούς Ημερίδας με θέμα: «Θερμοπύλες και Σαλαμίνα: Αποτιμώντας την σημασία τους σήμερα». Τα αισθήματα αυτά αιτιολογούν, συμπληρωματικώς μεταξύ τους, από την μια πλευρά η, αυτονοήτως, εμβληματική σημασία του θέματος της Ημερίδας, δοθέντος ότι η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας συνιστούν, από πλευράς ιστορικής αποτίμησης, κοσμοϊστορικά, κυριολεκτικώς, γεγονότα. Και, από την άλλη πλευρά, η επιστημονική εμβέλεια των συμμετεχόντων στην Ημερίδα, εμβέλεια η οποία αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις, αν αναλογισθεί κανείς το έργο τους και το επιστημονικό τους κύρος, σ’ Ευρωπαϊκό και, εν γένει, Διεθνές επίπεδο.
Α. Στόχος μου δεν είναι -μακράν εμού, έχοντας πλήρως επίγνωση των δικών μου επιστημονικών ορίων και την επιστημονική οντότητα των κυρίως ομιλητών- να υποκαταστήσω ή ακόμη και να προκαταλάβω τις συμβολές των συμμετεχόντων στην Ημερίδα. Ο ρόλος μου είναι, σχετικώς τουλάχιστον, αρκετά περιορισμένος, με την έννοια ότι εξαντλείται στην επιχείρηση διατύπωσης μιας εισαγωγής στην Ημερίδα αυτή, ιδίως ως προς το πώς και γιατί η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 2.500 χρόνια μετά, δεν συνιστούν απλώς ιστορικά -όσο σημαντικά και αν υπήρξαν- «απολιθώματα» του παρελθόντος αλλά, όλως αντιθέτως, η σημασία τους φθάνει, εκκωφαντική, από πλευράς συμβολισμών και μηνυμάτων, ως τις μέρες μας και προεκτείνεται στο μέλλον, άμεσο και απώτερο, κατ’ εξοχήν με βάση τα κρίσιμα, παγκοσμίως, δεδομένα της εποχής μας. Ας μου επιτραπεί να πω, δανειζόμενος όρους αστροφυσικής, ότι η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας εκπέμπουν -και θα εκπέμπουν πάντα- απαράμιλλα «ιστορικά βαρυτικά κύματα», εκπορευόμενα από τις μνημειώδεις αυτές πολεμικές συγκρούσεις πριν 2.500 χρόνια, τα οποία φθάνουν ως σήμερα, ισχυρά και ευανάγνωστα, φυσικά για όσους θέλουν να κατανοήσουν το περιεχόμενό τους και, πρωτίστως, τα διδάγματά τους.
Β. Σπεύδω, ως οφείλω υπό στοιχειώδεις επιστημονικούς όρους, να διευκρινίσω ότι η ανάλυσή μου εντάσσει την Μάχη των Θερμοπυλών και την Ναυμαχία της Σαλαμίνας στο ευρύτερο πλαίσιο των Μηδικών Πολέμων. Και τούτο διότι μόνον όταν οι Μηδικοί Πόλεμοι ερευνώνται ως ιστορικό σύνολο, ενταγμένο στα αντίστοιχα ιστορικά δεδομένα της εποχής εκείνης, είναι δυνατό να ερευνηθούν επαρκώς υπό τις προμνημονευόμενες επόψεις. Ήτοι αφενός, υπό την έποψη της σημασίας της έκβασής τους όταν συντελέσθηκαν και, αφετέρου, υπό την έποψη των συμβολισμών τους εκείνων, οι οποίοι, όπως προεξέθεσα, διαπερνούν τον χρόνο και φθάνουν ως τις μέρες μας, προοιωνιζόμενοι ευκρινώς, μεταξύ άλλων φυσικά, την ρήση του Λαμαρτίνου: «Η Ιστορία μπορεί να διδάξει τα πάντα, ακόμη και το μέλλον».
Τα ιστορικά δεδομένα των Μηδικών Πολέμων και οι συνθήκες που τα κυοφόρησαν.
Όπως είναι ευνόητο, οφείλω να ξεκινήσω από την αφετηρία της ιστορικής συγκυρίας, η οποία, με τον τρόπο αυτόν, μας οδηγεί 2.500 χρόνια πριν, τότε που επήλθε η, «επική» ως προς το μέγεθος των δεδομένων που την προκάλεσαν, σύγκρουση μεταξύ της Αρχαίας Ελλάδας -και συγκεκριμένα ορισμένων από τις Πόλεις-Κράτη, οι οποίες την συνέθεταν- και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Για να θυμηθούμε το επιτύμβιο ρητό του Μαραθωνομάχου Αισχύλου, την σύγκρουση στην οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι, στο «Μαραθώνειον Άλσος», ο Ελεύθερος Έλληνας και ο δεσποτικός «βαθυχαιτήεις Μήδος».
Α. Το χρονικό των Μηδικών Πολέμων έχει ως ιστορική αφετηρία -με την σημασία της να μετριέται από την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Περσών- την Μάχη του Μαραθώνα, η οποία διεξήχθη τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, του 490 π.Χ. Ενώ η Ναυμαχία της Σαλαμίνας επισυνέβη δέκα χρόνια αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., με τα πειστικά ιστορικά τεκμήρια να επιτρέπουν αυτή την συγκεκριμενοποίηση της ημερομηνίας. Για την ακρίβεια, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας σήμανε έτσι την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. Τόσον η Μάχη του Μαραθώνα όσο και, κυρίως, η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ως ενιαίο σύνολο, συνιστούν, μέσα στον χρόνο, την δεύτερη φορά, κατά την οποία τα διάφορα επιμέρους τμήματα των Ελλήνων ενώθηκαν και πολέμησαν από κοινού. Η πρώτη ήταν η εκστρατεία, η οποία κατέληξε στον Τρωικό Πόλεμο, όταν, για ν’ αναχθούμε στις «Ιστορίες» του Θουκυδίδη, ο βαθύτερος συνδετικός κρίκος των ενωμένων Ελλήνων ήταν η γλώσσα -βεβαίως μέσω των επιμέρους διαλέκτων- όπως κατέληξε στην ιωνική της εκδοχή, που μας άφησε την απαράμιλλη κληρονομιά των Ομηρικών Επών. Η διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ένωσης των Ελλήνων, ενόψει των πολεμικών τους επιχειρήσεων, έγκειται στο ότι η πρώτη, η εκστρατεία στην Τροία, ήταν η επιθετική της εκδοχή. Ενώ η δεύτερη, οι Μηδικοί Πόλεμοι, υπήρξε καθαρώς αμυντική, έχοντας ως αποκλειστικό στόχο την υπεράσπιση του Ελληνικού χώρου έναντι της εισβολής της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Β. Οι Μηδικοί Πόλεμοι -με την «ζυγαριά» της ιστορικής αποτίμησης να «γέρνει» προς την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, αφού αυτή έκρινε οριστικώς και το τέλος των Πολέμων αυτών- είναι, αναμφισβητήτως, ως σήμερα «Μήτρα» και «Κιβωτός» Ιστορίας.
1. «Μήτρα», διότι «γέννησε» πραγματική Ιστορία, με την έννοια ότι τ’ αποτελέσματα των Μηδικών Πολέμων άσκησαν καθοριστική επιρροή στην μετέπειτα ιστορική διαδρομή. Θα ήταν μάταιο να τεκμηριώσω την αλήθεια της, καθ’ όλα αυτονόητης με βάση την Επιστήμη της Ιστορίας, ως άνω διαπίστωσης. Αρκούμαι σε μια, και μόνο, μαρτυρία, η οποία, λόγω της αντιπροσωπευτικότητάς της, προδιαθέτει καταλλήλως. Ο μεγάλος Βρετανός Φιλόσοφος John Stuart Mill είχε επισημάνει, αποφθεγματικώς: ότι «η Μάχη του Μαραθώνα, ακόμη και ως πολεμικό γεγονός που αφορά την Ιστορία της Αγγλίας, είναι πιο σημαντική από την μάχη του Hastings». Δηλαδή την μάχη της 14.10.1066, κατά την οποία οι Νορμανδοί, μ’ επικεφαλής τον Γουλιέλμο, νίκησαν τους Αγγλοσάξονες του βασιλιά Χάρολντ Β΄ της Αγγλίας, εμπεδώνοντας την Νορμανδική κυριαρχία. Προφανώς, ο John Stuart Mill, με την επισήμανσή του αυτή, ήθελε να καταδείξει ότι η ενδεχόμενη επικράτηση των Περσών κατά τους Μηδικούς Πολέμους θα είχε τέτοια επιρροή για την υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν η μάχη του Hastings θα είχε επισυμβεί.
2. Όμως, οι Μηδικοί Πόλεμοι είναι και «Κιβωτός» Ιστορίας, με την έννοια ότι οι συμβολισμοί τους, ως προς τα αίτιά τους και ιδίως ως προς την τελική τους έκβαση, διδάσκουν, πολλαπλώς και μ’ ενάργεια, για την έκτοτε χάραξη των ορίων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθώς και για τις εντεύθεν κοσμοϊστορικές πραγματικές και πολιτισμικές συνέπειες, για τις οποίες γίνεται λόγος εκτενέστερα στην συνέχεια.
Γ. Πολύτιμος -και, ουσιαστικώς, μοναδικός- οδηγός των γεγονότων των Μηδικών Πολέμων αλλά και της ιστορικής τους κυοφορίας ως προς την έκβαση των έκτοτε μελλοντικών εξελίξεων, υπήρξεν ο Ηρόδοτος και οι «Ιστορίες» του, μέσω των οποίων αναδείχθηκε, κατά γενική επιστημονική ομολογία, «Πατέρας» της Ιστορίας, με την έννοια του θεμελιωτή της Επιστήμης της Ιστορίας. Δύο, ιδίως, λόγοι συγκλίνουν προς την επικρότηση αυτής της διαπίστωσης:
1. Πριν απ’ όλα, έχει γίνει καθολικώς αποδεκτό ότι, παρά τις επιμέρους αμφισβητήσεις- ακόμη και από ιστορικούς της εμβέλειας ενός Θουκυδίδη -η επιστημονική ακρίβεια οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Ηρόδοτος υπήρξεν ο πρώτος δημιουργός της αληθινής «Ιστορικής Τέχνης». Τούτο οφείλεται στο ότι ο Ηρόδοτος ήταν ο πρώτος «τεχνίτης», ο οποίος είδε την Ιστορία όχι ως απλό κατάλογο γεγονότων αλλά, κατ’ εξοχήν μάλιστα, ως τεχνική σύνδεσης των γεγονότων αυτών μεταξύ τους. Σίγουρα, δεν έφθασε -και, μάλλον, δεν πλησίασε καν επαρκώς- την ιστορική αρτιότητα και μεθοδικότητα τεκμηρίωσης του Θουκυδίδη. Όμως, αν θέλουμε ν’ αναχθούμε σε χρήσιμους τεχνικούς συμβολισμούς, ο μεν Ηρόδοτος έβαλε τα θεμέλια της «Ιστορικής Τέχνης», ενώ ο Θουκυδίδης υπήρξεν ο αρχιτέκτονας του μεγαλειώδους «Ερεχθείου» της.
2. Κατά δεύτερο λόγο, στον Ηρόδοτο πρέπει να πιστωθεί μια πρωτόγνωρη διορατικότητα, σε ό,τι αφορά στην σύλληψη και καταγραφή των μετά τους Μηδικούς Πολέμους επιπτώσεων της τελικής τους έκβασης.
Πραγματικά, στις «Ιστορίες» του ο Ηρόδοτος καταγράφει τα γεγονότα των Μηδικών Πολέμων όχι μόνον ως μια stricto sensu πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ των Ελλήνων και της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά, επιπλέον, και υπό το πρίσμα ενός είδους -έστω και πρώιμης- γεωστρατηγικής θεώρησης, μ’ έντονα τα στοιχεία της εξίσου πολιτισμικής αντιπαράθεσης. Ήτοι μιας αντιπαράθεσης που στοχεύει στην μεταβολή της δομής των αντίστοιχων Πολιτισμών. Ειδικότερα δε από την μια πλευρά του επιτιθέμενου Πολιτισμού της δεσποτικής αυτοκρατορίας, η οποία δεν διαθέτει ίχνος δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας, άρα και ίχνος Ελευθερίας. Και, από την άλλη πλευρά, του αμυνόμενου Πολιτισμού, ο οποίος βασιζόταν στις αρχές της στέρεα καθιερωμένης Άμεσης Δημοκρατίας και της εξ αυτής απορρέουσας Ελευθερίας του Πολίτη που, πέραν της αντίθεσής της προς την δουλεία του δεσποτισμού, έχει ήδη «γεννήσει» το Ελεύθερο Πνεύμα. Πνεύμα, το οποίο έχει αρχίσει να υψώνει το οικοδόμημα της Επιστήμης και του κολοφώνα της για την εποχή εκείνη, της Φιλοσοφίας. Με τον τρόπο αυτόν ο Ηρόδοτος πρέπει να θεωρηθεί ο «πρώτος διδάξας» ιστορικώς, ως προς το ότι οι Μηδικοί Πόλεμοι και η έκβασή τους χάραξαν, με γεωπολιτικούς και πολιτισμικούς όρους, το όριο ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση. Μάλλον, λοιπόν, οι Αρχαίοι Τραγικοί -και κυρίως ο Αισχύλος, όπως εκτίθεται στην συνέχεια- βάδισαν στα ίχνη του Ηροδότου προς την ίδια κατεύθυνση.
Οι Μηδικοί Πόλεμοι και το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Οι σκέψεις που προηγήθηκαν αποτελούν μια μορφή εισαγωγής στην σειρά συλλογισμών που έπονται, αναφορικά με το πώς και γιατί οι Μηδικοί Πόλεμοι όχι μόνο σηματοδότησαν και νοηματοδότησαν, όταν διεξήχθησαν, το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης αλλά, επιπλέον, εξακολουθούν να εκπέμπουν, με την ίδια δύναμη συμβολισμών και αλήθειας, την σημασία του ορίου αυτού στην εποχή μας αλλά και για το μέλλον. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιχειρώ, φυσικά συνοπτικώς, να περιγράψω ιδίως της πολιτισμικές εκείνες «φρυκτωρίες», οι οποίες μεταφέρουν το προαναφερόμενο μήνυμα των Μηδικών Πολέμων από το χθες στο τώρα και το προεκτείνουν, μ’ ενάργεια, στο αύριο.
Α. Μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες υπερασπίσθηκαν και τον Πολιτισμό, που δημιούργησαν -και ο οποίος ορθώνει, και σήμερα, τον πρώτο πυλώνα του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού– θέτοντας, ταυτοχρόνως, για πρώτη φορά στην Παγκόσμια Ιστορία, το έκτοτε σταθερό όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
1. Η «γενέθλια» αναφορά στην «Δύση», ως το φυσικό «θερμοκήπιο» του Πολιτισμού και της Ελευθερίας έναντι του δεσποτικού προτύπου της «Ανατολής», πρωτοεμφανίζεται στους Πέρσες του Αισχύλου, όπου η Βασίλισσα των Περσών Άτοσσα ρωτά τον Χορό, λίγο πριν φθάσουν τα νέα της καταστροφής του περσικού στόλου στην Σαλαμίνα, σε ποιο μέρος της Γης βρίσκεται η Αθήνα, η Πόλη που τόσο πόθησε ο γιός της. Και ο Χορός απαντά: «Μακριά στην Δύση, εκεί που γέρνει ο βασιλιάς ήλιος» («τήλε προς δυσμαίς, άνακτος Ηλίου φθινασμάτων», στ. 232).
2. Η Ανατολή, «χανόταν» μέσα στην πνιγηρή φαντασίωση μιας χιμαιρικής αιωνιότητας. Ενώ η Δύση, θ΄αναζητούσε εφεξής την δική της αιωνιότητα, φτιαγμένη όμως από τα γήινα υλικά του Ανθρώπου αφενός κατά το οριακό μέγεθος του «άνω θρώσκω». Και, αφετέρου αλλά και συνακόλουθα, σε μιάν ατέρμονη πορεία αναζήτησης της αλήθειας, της κάθε είδους αλήθειας. Γεγονός που σημαίνει, αυτοθρόως, τόσο την απόρριψη του οιουδήποτε δόγματος όσο και, επέκεινα, την αποδοχή της ιδέας του συνεχούς ελέγχου της ορθότητας της εκάστοτε κεκτημένης Γνώσης. Δηλαδή την αποδοχή του ότι αυτό το οποίο σήμερα θεωρείται ορθό δεν ταυτίζεται, κατ΄ανάγκην, με την επιζητούμενη αενάως αλήθεια.
Β. Ταυτοχρόνως, μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες κατέδειξαν την συντριπτική υπεροχή και, κατά λογική ακολουθία, κατηγορηματική αντίθεση του ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος απέναντι στο πνεύμα κάθε ανελεύθερης μορφής πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού.
1. Ειδικότερα δε δεσποτισμού υπό τον μανδύα π.χ. της βασιλείας, της τυραννίας ή και της ολιγαρχίας.
α) Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο: Το Πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα από καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια, σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλα λόγια, ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το πνεύμα.
β) Όλως αντιθέτως, το Ελεύθερο Πνεύμα - όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό – έχει ως βασική αποστολή το «ξεμάγεμα του κόσμου» («die Entzauberung der Welt», κατά τον Max Weber). Κάπως έτσι ο δεσποτισμός και το Ελεύθερο Πνεύμα, έννοιες ασύμβατες, οριοθέτησαν την επικράτεια της «Ανατολής» και της «Δύσης», αντιστοίχως. Στους Πέρσες του Αισχύλου η Άτοσσα, περιμένοντας τα νέα από την εκστρατεία του γιού της, του Ξέρξη, στην Ελλάδα, ρωτά τον Χορό ποιος είναι ο Αφέντης, ο Αρχηγός του στρατού των Αθηναίων («τις δε ποιμάνωρ έπεστι καπιδεσπόζει στρατώ;», στ. 241). Και ο Χορός απαντά: «Δούλοι δεν λογιούνται, ούτε υπήκοοι κανενός» («ούτινος δούλοι κέκληνται φωτός ουδ΄υπήκοοι», στ. 242).
2. Αυτή την «μεγάλη ανατροπή» ως προς την μέθοδο έρευνας επιχείρησαν και πέτυχαν πρώτοι οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι και, υπό τα δεδομένα που προεκτέθηκαν, δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς το γιατί εκείνοι δημιούργησαν μια πρώιμη, πλην όμως στιβαρή επιστημολογικώς, μορφή Επιστήμης. Ενώ άλλοι λαοί της αρχαιότητας, που κατείχαν ένα εντυπωσιακό μέρος αντίστοιχης πληροφόρησης και, κυρίως, εμπειρίας, δεν κατάφεραν να φθάσουν σε μιάν ανάλογη επιστημονική δημιουργία, παρά το γεγονός μάλιστα ότι ορισμένοι από αυτούς –π.χ. οι Βαβυλώνιοι αστρονόμοι- δεν απείχαν πολύ από αυτήν.
α) Και μόνον η περίπτωση των Αιγυπτίων, που βίωσαν την άνοδο και την πτώση ενός μεγάλου Πολιτισμού, παρέχει -φυσικά μεταξύ ορισμένων άλλων- ένα άκρως αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής προς αυτή την κατεύθυνση: Στην Αίγυπτο, το παντοδύναμο ιερατείο κατείχε την «Γνώση» που, όμως, ήταν «στατική» -ιδίως με την έννοια ότι της έλειπε η αυστηρή αποδεικτική διαδικασία, κατ’ εξοχήν στα Μαθηματικά- καθότι σταθερή και απαραβίαστη, ανεπίδεκτη οιασδήποτε αμφισβήτησης. Η εμμονή του «κλειστού» ιερατείου στην συντήρησή της και η, συνειδητή ή ασυνείδητη, παρεμπόδιση κάθε μορφής επιλαθευτικής προσέγγισης είχαν ως, μοιραίο, αποτέλεσμα την αδυναμία γέννησης μιας πραγματικής Επιστήμης στην χώρα του Νείλου.
β) Την επιρροή αυτή του ελεύθερου, ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος τεκμηριώνει επαρκώς το γεγονός ότι η πολυπρισματική και σχεδόν φιλελεύθερη ιδιοσυστασία του δεν θα μπορούσε, υφ’ οιανδήποτε ιστορική και πολιτική εκδοχή, να συμβιβασθεί μ’ εντελώς ανελεύθερες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, ήτοι πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία απολυταρχικού δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο: Το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα υπό καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλες λέξεις ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το Πνεύμα. Όλως αντιθέτως, το ελεύθερο Πνεύμα -όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό- έχει ως βασική αποστολή, καθώς προεκτέθηκε, το «ξεμάγεμα» του κόσμου.
γ) Τα όσα διευκρινίσθηκαν προηγουμένως, ως προς την αντίστιξη ανάμεσα στην «ανοιχτή κοινωνία», που επικρατούσε στην Δύση, ιδίως μετά την νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα, και στον «κλειστό κύκλο» των κοινωνικών δομών των Βασιλείων της Ανατολής, οι οποίες αναπτύχθηκαν ως θεσμικώς και πολιτικώς «υποτελείς» στους εκάστοτε «κρατούντες» μοναρχικώς, αναδεικνύουν και αιτιολογούν, μεταξύ άλλων, και την εξής διαφορά μεταξύ Δύσης και Ανατολής:
γ1) Στην Δύση -πάντοτε όπως τότε την οριοθέτησαν οι Μηδικοί Πόλεμοι- ο «αέρας» Ελευθερίας στο πεδίο της σκέψης και της επιστημονικής δημιουργίας, σε συνδυασμό με τους θεσμούς της Άμεσης Δημοκρατίας, οδήγησαν, οιονεί νομοτελειακώς, στην δημιουργία ανοιχτής «κοινωνίας» και, επέκεινα, «ανοιχτών κοινωνικών συνόλων», που είναι άκρως ευδιάκριτα στις αναλύσεις των Φιλοσόφων της Κλασικής Αρχαιότητας, όπως π.χ. ιδίως στο έργο του Αριστοτέλους. Και η «Αθηναίων Πολιτεία» καθώς και τα «Ηθικά Νικομάχεια» μαρτυρούν αψευδώς. Είναι, βεβαίως, σχετικά δύσκολο ν’ αποφανθεί κανείς αν ήταν οι θεσμοί της Άμεσης Δημοκρατίας που οδήγησαν στην ως άνω «ανοιχτή κοινωνία» ή, αντιθέτως, η Ελευθερία της Σκέψης και οι κοινωνικές προεκτάσεις της προκάλεσαν την γέννηση της Άμεσης Δημοκρατίας. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό πως Άμεση Δημοκρατία και «ανοιχτή κοινωνία» εξελίχθηκαν εκ παραλλήλου, σ’ ένα είδος αρμονικής διαλεκτικής συνέχειας, στο πλαίσιο της οποίας η Ελευθερία των μελών του κοινωνικού συνόλου εκφραζόταν μέσω των θεσμών της Άμεσης Δημοκρατίας, ενώ η ομαλή λειτουργία των θεσμών της τελευταίας καθιστούσαν δυνατή την κοινωνική συμβίωση υπό όρους ελεύθερης σκέψης και δημιουργίας. Και είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι αυτή η συμπόρευση Άμεσης Δημοκρατίας και «ανοιχτής κοινωνίας» υπήρξε το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε, πολλούς αιώνες μετά, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, η οποία τελειοποίησε τις εγγυήσεις λειτουργίας της «ανοιχτής κοινωνίας», ιδίως μέσω του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
γ2) Όλως αντιθέτως, ο Δεσποτισμός της Ανατολής, με τα χαρακτηριστικά που προεκτέθηκαν και ιδίως λόγω έλλειψης Ελευθερίας, οδήγησε όχι στην δημιουργία «κοινωνίας» αλλά στην οργάνωση «κοινότητας», δομημένης ουσιαστικώς πάνω σε κλειστές «κάστες», προορισμένες όχι τόσο να διευκολύνουν την οργάνωση της κοινωνικής συμβίωσης, όσο να επιτρέπουν στην κάθε μορφής εξουσία να επιβάλλεται ως «αρχή» έναντι «αρχομένων». Τούτο εξηγεί και το πώς και γιατί στην Ανατολή, το πρότυπο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, κάτι το οποίο συνεχίζεται, εν μέρει, ως τις μέρες μας κυρίως στο πλαίσιο Κρατών, όπου ο «πολιτικός δεσποτισμός» έχει αντικατασταθεί από ένα είδος «θρησκευτικού δεσποτισμού». Το παράδειγμα Κρατών της Ανατολής, όπου μια ακραία -και για τούτο μάλλον ξένη προς την ουσία του- εκδοχή του αυθεντικού Ισλάμ έχει παραγάγει το επικίνδυνο φαινόμενο ενός είδους, οπωσδήποτε lato sensu, «ισλαμικού καισαρο-παπισμού» -με κατ’ ανάγκην αμφίδρομη ανάγνωση, είτε της επικυριαρχίας του πολιτικού επί του θρησκευτικού είτε αντιστρόφως- βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Και τούτο διότι στο πλαίσιο αυτής της κρατικής οργάνωσης όχι μόνον η «ανοιχτή κοινωνία» είναι παντελώς άγνωστη και ο πολιτικός δεσποτισμός «ζει και βασιλεύει», αλλά και οι «κοινότητες» και οι συνακόλουθες «κάστες» επιβιώνουν εξίσου, αποτελώντας μάλιστα την αντηρίδα στήριξης δικτατορικών καθεστώτων θεοκρατικής νοοτροπίας, τα οποία αποστρέφονται κάθε έννοια Ελευθερίας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι τέτοια δε η σκοτεινή επιρροή του θρησκευτικού φανατισμού στην οργάνωση της πολιτικής εξουσίας αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, ώστε παράγει διαφορετικές εκδοχές σύλληψης του βαθύτερου νοήματος της θρησκευτικής κατεύθυνσης -π.χ. Ισλάμ- που οδηγούν, μοιραίως, ως και σ’ αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ Κρατών με, έστω και κατ’ επίφαση, όμοιο θρησκευτικό προσανατολισμό.
Οι Μηδικοί Πόλεμοι και οι ρίζες του Πολιτισμού μας.
Συμπυκνώνοντας τις σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν είναι υπερβολή να δεχθούμε ότι η νίκη των Ελλήνων κατά τους Μηδικούς Πολέμους -νίκη που επισφράγισαν η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας- σηματοδότησε το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ιδίως υπό την έννοια ότι οι Έλληνες, τότε, υπερασπίσθηκαν, μέσ’ από τις αρχές της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας και απέναντι στον ανελεύθερο και δογματικό δεσποτισμό, τα θεμέλια του οικοδομήματος αυτού τούτου του Πολιτισμού τους.
Α. Του Πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας, του Πολιτισμού του Ελεύθερου και ατίθασου Πνεύματος της Γνώσης και της Επιστήμης.
1. Πολιτισμού ο οποίος όχι μόνον αποτελεί, σήμερα και για το μέλλον, τον πρώτο πυλώνα του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που προέκυψε ακριβώς μέσ’ από την προμνημονευόμενη χάραξη του ορίου Ανατολής και Δύσης. Αλλά, επιπλέον, γονιμοποίησε, με καθοριστικό τρόπο, τόσον τον δεύτερο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, την Αρχαία Ρώμη, αφού οι πνευματικοί της ορίζοντες -ακόμη δε και οι απαρχές της κορυφαίας, για τα δεδομένα της εποχής, Νομικής Επιστήμης που ανέπτυξε- διαμορφώθηκε μέσ’ από το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, ιδίως σε ό,τι αφορά την Λογοτεχνία και την Φιλοσοφία. Ας αναχθούμε εδώ στον κορυφαίο αρχαιογνώστη Johann Joachim Winckelmann, ο οποίος ανέδειξε ότι, με βάση την Επιστήμη και την Τέχνη, ο Ρωμαϊκός Πολιτισμός ήταν, περισσότερο, συνέχεια αλλά και δύναμη εμπλουτισμού -κυρίως στους τομείς της Φιλοσοφίας και της Τέχνης- του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Όσο και τον τρίτο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, εκείνον που στηρίζεται στην Χριστιανική Διδασκαλία, πολλώ μάλλον όταν οι ίδιοι οι Πατέρες της Εκκλησίας το ομολογούν, ευθέως και ευθαρσώς. Το πιστοποιούν π.χ. ο Μέγας Βασίλειος, στο νουθετήριο παιδαγωγικό δοκίμιό του «Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφέλοιντο λόγων» και ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος στο έργο του «Πηγή Γνώσεως» παραδεχόταν «τα κάλλιστα των παρ’ Έλλησι σοφών», θεωρώντας ότι κάθε τι αγαθό «παρά Θεού τοις ανθρώποις δεδώρηται».
2. Οι συνθήκες αυτές -και αφού υπενθυμίσω ότι το ως άνω κεκτημένο του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού πολλά οφείλει, ως προς την διαμόρφωσή του, στο Βυζάντιο, το οποίο έτσι όχι μόνο δεν υπήρξε μέρος του Μεσαίωνα αλλά, όλως αντιθέτως, δίχως αυτό η Αναγέννηση θα είχε αργήσει πολύ να φανεί ή, ίσως, δεν θα είχε καν υπάρξει υπό την μορφή που την ξέρουμε σήμερα- επιτρέπουν επίσης την συναγωγή του συμπεράσματος, ότι ο ρόλος της Ελλάδας και του Πολιτισμού της, όπως τον ανέδειξε η έκβαση των Μηδικών Πολέμων μέσ’ από την χάραξη των ορίων Ανατολής και Δύσης, δεν έχει χάσει τα βασικά του συστατικά στοιχεία. Θάλεγε δε κανείς, λαμβανομένων υπόψη των εντελώς σύγχρονων γεωπολιτικών συνθηκών, ότι, a fortiori, ο ρόλος της Ελλάδας και του Πολιτισμού της στις μέρες μας αποκτά νέες, ακόμη πιο σημαντικές, διαστάσεις, αν αναλογισθούμε και τα εξής:
Β. Οι κατά τ΄ ανωτέρω διαπιστώσεις, ως προς το τι σηματοδότησαν τότε οι Μηδικοί Πόλεμοι αναφορικά με το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μας φέρνουν - φυσικά τηρουμένων όλων των ιστορικών αναλογιών και λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης, αδήριτης, ιστορικής απόστασης μεταξύ του χθες και του τώρα – στα όσα τεκταίνονται σήμερα στην περιοχή μας.
1. Δύσκολα μπορεί ν΄ αμφισβητήσει κανείς ότι η Ελλάδα, πιστή ανά τους αιώνες στις Ιστορικές της Παρακαταθήκες, παραμένει - και μάλιστα υπό την συγκυρία της «φλεγόμενης» από τις πολεμικές συγκρούσεις ευρύτερης περιοχής μας - ένα είδος «ακραίου ορίου» της Δύσης προς την Ανατολή, εκπροσωπώντας πάντοτε, μέσω του Ελεύθερου Πνεύματος και του Πολιτισμού της, την γνήσια και ανιδιοτελή υπεράσπιση της Ειρήνης, της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Όριο το οποίο, όμως, δεν είναι προορισμένο να διχάζει και να μεγαλώνει τις αποστάσεις ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή αλλά, όλως αντιθέτως, κατ΄ εξοχήν μέσω της ιστορικής του διαδρομής αλλά και της ιστορικής του προοπτικής, να χτίζει γέφυρες επικοινωνίας με την Ανατολή, γέφυρες Ειρήνης, ειρηνικής συνύπαρξης και συνδημιουργίας. Με κυριότερη γέφυρα εκείνη του ισότιμου και εποικοδομητικού Διαλόγου των Πολιτισμών, αφού για τους Έλληνες δεν νοείται «σύγκρουση» μεταξύ Πολιτισμών, τουλάχιστον εκείνων που δικαιολογούν την δημιουργία τους, την ουσία τους και την κατά τον προορισμό τους αποστολή τους. Απλώς ενίοτε, όπως δυστυχώς συμβαίνει στην εποχή μας, οι Πολιτισμοί, για πολλές και διαφορετικές αιτίες, περιχαρακώνονται μέσα στο πεδίο τους και απομονώνονται, δημιουργώντας μεταξύ τους ένα φαινομενικώς «αγεφύρωτο» χάσμα. Αυτό το χάσμα έχει ως αποστολή να γεφυρώσει ο διάλογος των Πολιτισμών, στον οποίο αναφέρθηκα, και στον οποίο η Ελλάδα, μ΄ εφόδιο την Ιστορική της Κληρονομιά, μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει, κατά τρόπο μάλιστα ιδανικό.
2. Αυτή η, οιονεί «έμφυτη», κλίση του Ελληνικού Πολιτισμού να διαλέγεται, αρμονικά και αποτελεσματικά, με άλλους Πολιτισμούς, ιδίως δε με τους Πολιτισμούς της Ανατολής, πολλά οφείλει στην Ελληνική Γλώσσα, λόγω του άρρηκτου μεταξύ τους δεσμού.
α) Δεσμού, ο οποίος προκύπτει από το ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός υπήρξεν, εξ υπαρχής, Πολιτισμός ιδίως του γραπτού λόγου. Με την έννοια ότι είναι το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και, ιδίως, των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων. Ο γραπτός λόγος όμως είναι το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα. Άρα, στην βάση του γραπτού λόγου είναι η γλώσσα. Έτσι, η Ελληνική Γλώσσα κατέστη όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού και ενός Έθνους γενικότερα, αλλά και το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την μέχρι σήμερα εξέλιξή του.
β) Υπ’ αυτό το πρίσμα η Ελληνική Γλώσσα αποτελεί, δίχως υπερβολή -λόγω της επικοινωνιακής της ιδιομορφίας και του αντίστοιχου και συνακόλουθου «χαρίσματός» της- το πιο πρόσφορο όχημα στο εγχείρημα εμπέδωσης του Διαλόγου των Πολιτισμών. Σε ορισμένους, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να φανεί υπερβολικός, εφόσον η επιχειρηματολογία επικεντρώνεται αποκλειστικώς και μόνο στο πόσο ευρέως μιλιέται μια γλώσσα. Και ναι, είναι αλήθεια ότι στο σύγχρονο διεθνές γίγνεσθαι η Ελληνική Γλώσσα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τρέχουσα καθομιλουμένη. Όμως, το προαναφερόμενο επικοινωνιακό «χάρισμα» της Ελληνικής Γλώσσας οφείλεται στο ότι, ως γλώσσα, πάνω στην βάση της οποίας δημιουργήθηκε, από τα πρώτα της στάδια, η Επιστήμη, είναι και θα είναι διαρκώς «παρούσα» κυρίως στο ειδικό λεξιλόγιο της Διεθνούς Επιστημονικής Κοινότητας, δημιουργώντας αναντικατάστατους «κοινούς τόπους» επικοινωνίας μεταξύ των μελών της, που λειτουργούν ως και σε διεπιστημονικό επίπεδο.
γ) Για να διακριβώσει κανείς την αλήθεια του επιχειρήματος αυτού δεν έχει παρά ν’ αναζητήσει και να βρει την Ελληνική Γλώσσα, παρούσα και με αμείωτο δυναμισμό, στην ορολογία, η οποία ισχύει σε κάθε επιστημονικό πεδίο. Και μάλιστα σε οποιοδήποτε πολιτισμικό και γλωσσικό πλαίσιο εντάσσεται το πεδίο αυτό, από την Δύση ως την Ανατολή. Συμπερασματικώς, η Ελληνική Γλώσσα αποτελεί ένα, μοναδικό μάλιστα παγκοσμίως, είδος κοινού «γλωσσικού νομίσματος», το οποίο ισχύει σε όλο το φάσμα της πνευματικής δημιουργίας, άρα της Επιστήμης, ανεξάρτητα από το πολιτισμικό πλαίσιο, εντός του οποίου λειτουργεί και δημιουργεί το φάσμα αυτό. Και υπό την έποψη αυτή η Ελληνική Γλώσσα, ως κοινή επικοινωνιακή συνισταμένη του Παγκόσμιου Πολιτισμού, διευκολύνει, τα μέγιστα, τον Διάλογο των Πολιτισμών, αφού κάθε πολιτισμική δημιουργία μπορεί, ως προς τον πυρήνα της, να εκφράζεται με τα «σήματά» της και να τα εκπέμπει για να διαδοθούν ευρέως, urbi et orbi.
Επίλογος
2.500 χρόνια μετά, η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, από κοινού με την Μάχη του Μαραθώνα, αείροο και ασίγαστο «αναβρυτήριο» διαυγών ιστορικών και πολιτισμικών «ναμάτων», διαχέουν, αδιαλείπτως και προς κάθε κατεύθυνση, το ίδιο μήνυμα, από τότε που έκριναν την έκβαση των Μηδικών Πολέμων. Την έκβαση, η οποία σήμανε την νίκη των αμυνόμενων Ελλήνων εναντίον των επιτιθέμενων Περσών και, ταυτοχρόνως, την νίκη της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό και στον δογματισμό του περσικού δεσποτισμού.
Α. Αυτή η νίκη χάραξε, έκτοτε, το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Και το χάραξε, με την έννοια ότι ο σκοτεινός δεσποτισμός εξ Ανατολών δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει στον τότε γνωστό κόσμο, αφήνοντας το περιθώριο στην Δύση να διαμορφώσει, με βάση την Αρχαία Ελλάδα, τον Πολιτισμό του Ελεύθερου Πνεύματος, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην ουσία, το ως άνω όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης λειτούργησε και λειτουργεί ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» υπεράσπισης του Ανθρώπου, στον αγώνα του για την προστασία της αξίας του και για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, υπό όρους Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης. Σ’ έναν αγώνα ο οποίος διεξήγετο και θα διεξάγεται, πάντα, μέσα σε μια ελεύθερη «κοινωνία» και όχι, κατ’ ουδένα τρόπο, σε μια περίκλειστη και εκ καταγωγής εχθρική προς την Ελευθερία «κοινότητα».
Β. Και σήμερα, η Ελλάδα -αν λάβει μάλιστα κανείς, επιπλέον, υπόψη την γεωστρατηγική της θέση, λόγω και της δραματικής συγκυρίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής -βρίσκεται στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, υψώνοντας τείχος υπεράσπισης των αρχών και αξιών του δικού της Πολιτισμού και, συνακόλουθα, του Πολιτισμού της Δύσης, κατ’ εξοχήν δε της Ευρώπης. Το τείχος όμως αυτό δεν πρόκειται να εμποδίσει, στο διηνεκές, την Ελλάδα ν’ ανοίγει δρόμους και να χτίζει γέφυρες επικοινωνίας με την Ανατολή και τους Πολιτισμούς της. Με άλλες λέξεις, δεν πρόκειται να εμποδίσει την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί σ’ έναν ειλικρινή και γόνιμο Διάλογο Πολιτισμών, αφιερωμένο στην υπεράσπιση, σε παγκόσμιο επίπεδο, των αρχών και αξιών του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, της Δημοκρατίας, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η Ελλάδα παραμένει πιστή και στην κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Μακεδόνα Στρατηλάτη, ο οποίος, πολύ μετά την λήξη των Μηδικών Πολέμων, πέρασε από την χώρα των Μήδων και έφθασε στο κατώφλι της Άπω Ανατολής όχι για να κατακτήσει εδάφη και λαούς, αλλά για να φέρει τον Άνθρωπο της Ανατολής σ’ επαφή με τον Ελληνικό Πολιτισμό, δίχως όμως και να τον επιβάλει. Πολλώ μάλλον, όταν είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, στην τόσο σύντομη ζωή του, θέλησε να γνωρίσει από κοντά τους Πολιτισμούς της Ανατολής, και μάλιστα επιχείρησε να τους «μπολιάσει» με «ψήγματα» Ελευθερίας, όσο μπορούσε να το επιτρέψει η, περιορισμένη εν προκειμένω, επιδεκτικότητά τους.
*ΠΗΓΗ: Το κείμενο του Προκόπη Παυλόπουλου είναι από την ομιλία του στην Διεθνή Ημερίδα στις 20 Ιανουαρίου 2020, με θέμα «Θερμοπύλες και Σαλάμίνα: Αποτιμώντας τη σημασία τους σήμερα».