Στις 9 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια από την έναρξη της κατασκευής του, έπεσε το «Τείχος του Αίσχους» που χώριζε το Βερολίνο στα δύο και κατ’ επέκταση ένα λαό, τις δύο τότε Γερμανίες και ολόκληρη την ψυχροπολεμική Ευρώπη.
Το τείχος, που κατασκευάστηκε για να αποτρέψει τη φυγή των Ανατολικογερμανών προς τη Δύση και την Ελευθερία, για 28 χρόνια χώριζε στα δύο την πρώην πρωτεύουσα του γερμανικού Ράϊχ, το Βερολίνο, αποτελώντας έτσι μια «μαχαιριά» στην καρδιά της Γερμανίας και της Ευρώπης. Το τείχος έπεσε μαζί με το ανελεύθερο – κομμουνιστικό – καθεστώς, που το έχτισε και το οποίο κατέρρευσε και αυτό μαζί του, ουσιαστικώς το ίδιο βράδυ, τυπικώς μετά από μερικές μέρες.
Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες, από τους οποίος ο πιο σημαντικός – κατά την προσωπική μας άποψη – ήταν η πολιτική του τότε Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενώσεως Μιχαήλ Γκορμπατσώφ.
Το «Τείχος του Βερολίνου» ή «Τείχος της Ντροπής» για τους Γερμανούς ή «Αντιφασιστικό τείχος προστασίας, όπως επισήμως το ονόμαζε η κομμουνιστική κυβέρνηση της τότε «Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας» (Ανατολικής Γερμανίας) κατασκευάστηκε κυριολεκτικώς εν μία νυκτί, το βράδυ της 12 προς 13 Αυγούστου 1961, στην καρδιά του Βερολίνου, επί των ορίων που χώριζε τον υπό σοβιετικό έλεγχο τομέα της πόλεως, που συνέθεταν το λεγόμενο «Ανατολικό Βερολίνο», από τους αντίστοιχους τομείς που ελέγχονταν από τους δυτικούς συμμάχους (ΗΠΑ, Μεγ.Βρετανία, Γαλλία) και συνέθεταν αντιστοίχως το λεγόμενο «Δυτικό Βερολίνο».
Με τον τρόπο αυτό η «Λαϊκή (ή Λαοκρατική) Δημοκρατία της Γερμανίας» επιχείρησε να τερματίσει την ολοένα και αυξανόμενη φυγή των κατοίκων της προς την «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας», πιο γνωστή ως «Δυτική Γερμανία».
Η Ανατολικογερμανική κυβέρνηση θεωρούσε το «Τείχος του Βερολίνου» ως μία συνιστώσα της δικής της συνοριακής γραμμής, και δη της εσωτερικής τοιαύτης. Γεγονός πάντως είναι ότι το «Τείχος του Αίσχους» αποτελούσε, για 28 ολόκληρα χρόνια, ένα φυσικό σύνορο μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού τομέως του Βερολίνου, και κατ’ επέκταση ένα φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο Γερμανιών, αποτελώντας παράλληλα και έναν ύψιστο συμβολισμό για τον χωρισμό της ευρωπαϊκής ηπείρου στα δύο, με το «σιδηρούν παραπέτασμα», όπως το είχε ευφυώς χαρακτηρίσει ο Ουίνστων Τσώρτσιλ.
Σε αριθμούς, το «Τείχος του Αίσχους» δεν ήταν ένα «απλό τείχος», αλλά επρόκειτο για μία εξαιρετικά σύνθετη, καθαρώς στρατιωτική, κατασκευή. Μία κατασκευή που περιείχε δύο παράλληλα μεταξύ τους τείχη ύψους 3,6 μέτρων, με ενδιάμεσο διάδρομο περιπολίας, 302 παρατηρητήρια και υψωμένα παρατηρητήρια συστήματα συναγερμού, ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, τομείς ναρκοθετημένους, 14.000 φύλακες, οι οποίοι ασχολούνταν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΩΣ και μόνο με το τμήμα της φυλάξεως του τείχους που χώριζε το Βερολίνο στα δύο, 600 ειδικώς εκπαιδευμένα στρατιωτικά σκυλιά και καλωδιωτά πλέγματα.
Εκατοντάδες είναι οι νεκροί Ανατολικογερμανοί, οι οποίοι σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να περάσουν το «Τείχος του Αίσχους» και να περάσουν στη Δύση και στην Ελευθερία, καθώς οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες αλλά και οι Σοβιετικοί στρατιώτες σε άλλους τομείς, είχαν εξουσιοδοτηθεί και δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φυγάδες. Αν δεν το έκαναν και κάποιοι συνάδελφοί τους το έβλεπαν και το κατήγγειλαν στους ανωτέρους τους, τότε θα υφίσταντο αυτοί τις συνέπειες.
Τελικώς αυτό που «έριξε» το «Τείχος του Αίσχους» ήταν η πολιτική της «περεστρόϊκα» του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, που είχε τις συνέπειές της σε όλες τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της τότε Ανατολικής Ευρώπης, εκτός φυσικά της ίδιας της Σοβιετικής Ενώσεως, που επηρεάστηκε πρώτη, αλλά και στο πείσμα για τη ζωή και την ελευθερία των κατοίκων της Ανατολικής Γερμανίας, οι οποίοι οργάνωσαν μεγάλες – καθημερινές – διαδηλώσεις, οδήγησαν στην πτώση του «Τείχους του Αίσχους», προκαλώντας θαυμασμό σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο και οδηγώντας στην μετά από λίγο καιρό επανένωση των δύο Γερμανιών!
Σήμερα το Τείχος έχει σχεδόν καταστραφεί σε όλο του το μήκος, εκτός από ορισμένα τμήματά του που διατηρούνται για λόγους ιστορικής μνήμης, ενώ αποτέλεσε σύμβολο του ιδεολογικού και πολιτικού χάσματος του Ψυχρού Πολέμου και πηγή εμπνεύσεως για την Τέχνη σε όλες της τις μορφές.
Σημειολογικά να αναφέρουμε ότι τη σημερινή επέτειο της πτώσεως του «Τείχους του Βερολίνου» θυμήθηκε ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης (και πρώην – επί τετραετία – επιτυχημένος Υπουργός Εξωτερικών) κ. Νίκος Δένδιας, ο οποίος έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο «Χ» τα εξής: «Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου πριν 35 χρόνια σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής διαίρεσης, όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για την Ευρώπη. Ήταν ένα ορόσημο για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία. Σταθερή η προσήλωσή μας στην επιδίωξη να πέσει και στη Λευκωσία το τελευταίο τείχος που χωρίζει πρωτεύουσα ευρωπαϊκού κράτους.», συνδέοντας έτσι, ευστόχως, τη σημερινή επέτειο με την πραγματικότητα στην Κύπρο και τη Λευκωσία, τη χωρισμένη στα δύο πρωτεύουσα κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.