Στις 31 Ιουλίου 1920, δολοφονείται στην Αθήνα ο διπλωμάτης, πολιτικός, διανοητής, λογοτέχνης, δημοτικιστής, στέλεχος του Μακεδονικού Αγώνα, σπουδαίος μαχητής του Ελληνισμού Ίων Δραγούμης από Βενιζελικούς παρακρατικούς, μία ενέργεια που συνταράσσει όλους τους Έλληνες, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις, γεγονός που θα οδηγήσει λίγο αργότερα σε εκλογές και την πτώση της κυβερνήσεως Βενιζέλου.
Ο Ίων Δραγούμης, γιός του Στέφανου Δραγούμη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 1878 και πρωτοστάτησε στον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ σημαντική εθνική δράση ανέπτυξε στη συνέχεια στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, τοποθετήθηκε σε διάφορες πρεσβείες στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων στην Αγία Πετρούπολη, όπου χειρίστηκε επιτυχώς τα θέματα του Αγίου Όρους. Το 1915, παραιτήθηκε από το Διπλωματικό Σώμα, εκλεγείς βουλευτής Φλωρίνης ως ανεξάρτητος. Αρχικώς υπήρξε υποστηρικτής της πολιτικής Βενιζέλου, ενώ ακολούθως εξέφρασε αντιβενιζελικές θέσεις, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, μετά την επιτυχία του Βενιζελικού Κινήματος της Εθνικής Αμύνης και την άνοδο του Ελ.Βενιζέλου στην εξουσία, να εξοριστεί για δύο χρόνια στην Κορσική.
Ο Ίων Δραγούμης ως συγγραφεύς ανέπτυξε αξιόλογη δράση, χρησιμοποιώντας το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Ίδας», ενώ γνωστός υπήρξε και ο έρωτας του με την Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη, όταν υπηρετούσε ως υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια (1905). Όμως η Δέλτα δεν θέλησε να αντιταχθεί στις τότε κοινωνικές αντιλήψεις και να εγκαταλείψει τον σύζυγο και τα παιδιά της, με την πλατωνική τους σχέση να τελειώσει οριστικώς το 1908, όταν ο Δραγούμης συνδέθηκε ερωτικά με την ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη.
Στις 28 Ιουλίου 1920 (10 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο), υπογράφτηκε στις Σέβρες, προάστιο των Παρισίων, η ομώνυμη «Συνθήκη των Σεβρών», μεταξύ των Συμμάχων της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεπεία της οποίας η τελευταία διαλύθηκε. Με τη συνθήκη αυτή, που από ελληνικής πλευράς υπόγραψε ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος έκανε και τις διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα γινόταν η χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Στις 30 Ιουλίου 1920, ενώ ο Βενιζέλος ετοιμαζόταν να αναχωρήσει θριαμβευτής από τη Γαλλία και ευρισκόμενος στο σιδηροδρομικό σταθμό «Gare de Lyon» στο Παρίσι, πραγματοποιείται δολοφονική απόπειρα εναντίον του από δύο απότακτους, από τη βενιζελική κυβέρνηση, αξιωματικούς. Τον Υποπλοίαρχο Απόστολο Τσερέπη, από το Αιτωλικό και τον Υπολοχαγό Γεώργιο Κυριάκη από την Κόρινθο. Μολονότι αμφότεροι θεωρούνταν δεινοί σκοπευτές και πυροβόλησαν τον Βενιζέλο δέκα φορές, απλά τον τραυμάτισαν επιπόλαια στο αριστερό του χέρι! Στην Αθήνα η είδηση της δολοφονικής απόπειρας έφτασε τελείως διαφορετική, καθώς ο κόσμος σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Βενιζέλος είχε δολοφονηθεί, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα οι οπαδοί του, του κόμματος των Φιλελευθέρων, να εξοργιστούν ζητώντας εκδίκηση!
Οργισμένοι Βενιζελικοί επιτέθηκαν σε γραφεία αντιπολιτευομένων εφημερίδων («Αθηναϊκή», «Αστραπή», «Εσπερινή», «Η Καθημερινή», «Νέα Ημέρα», «Πολιτεία», «Ριζοσπάστης», «Σκριπ», η γαλλόφωνη «Opinion» κ.ά.), τυπογραφεία, τα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ενώ λεηλάτησαν τα σπίτια των ηγετικών στελεχών της (φιλοβασιλικής) αντιπολιτεύσεως Δ. Ράλλη, Σ. Σκουλούδη και Ν. Στράτου. Συνελήφθησαν επίσης 13 από τα 16 ηγετικά στελέχη της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» και ο εκδότης της «Εσπερινής» Π. Γιάνναρης. Πολλοί από τους συλληφθέντες, κρατήθηκαν σε πλήρη απομόνωση στις φυλακές Συγγρού για 25 ημέρες.
Ο εκτελών χρέη πρωθυπουργού Εμμανουήλ Ρέπουλης δεν θεώρησε σκόπιμο να κηρύξει την πρωτεύουσα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι μόνο ένα τμήμα της V (5ης) Μεραρχίας βρισκόταν στην Αθήνα. Βεβαίως η προαναφερθείσα Μεραρχία αποτελείτο σχεδόν αποκλειστικώς από Κρητικούς, συνήθως φανατικοί οπαδοί του Ε. Βενιζέλου, οι οποίοι ήταν πολύ πιθανό αντί να αστυνομεύσουν» τους εκτός ορίων Βενιζελικούς, να συμπράξουν μαζί του σε πράξεις αντεκδικήσεως.
Το πρωί της Παρασκευής 31 Ιουλίου 1920, ο Ίων Δραγούμης, βρισκόταν στο θέατρο που έπαιζε η Μαρίκα Κοτοπούλη, για να παρακολουθήσει τις πρόβες, όταν μαθεύτηκε η είδηση της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Βενιζέλου, τον οποίο όλοι τότε – συμφώνως με την πληροφόρηση – πίστευαν ότι ήταν νεκρός. Τότε η Κοτοπούλη ορθώς προέβλεψε ότι οι Βενιζελικοί θα θελήσουν να εκδικηθούν και επειδή και η ίδια ήταν γνωστή αντιβενιζελική, έκλεισε αμέσως το θέατρο της, φοβούμενη αντίποινα και καταστροφές. Πραγματικώς, το απόγευμα της ίδιας μέρας
το θέατρο της Κοτοπούλη λεηλατήθηκε από τον Βενιζελικό όχλο. Ο Ι. Δραγούμης, έσπευσε να δηλώσει ότι καταδίκαζε την απόπειρα, όποιοι και αν ήταν οι εμπνευστές της και γύρισε σπίτι του, συνοδευόμενος από την Κοτοπούλη. Μαθαίνοντας για τις φοβερές ταραχές που μαίνονταν στην Αθήνα, σκέφτηκε ότι θα ήταν πιο ασφαλείς να πάνε στην Κηφισιά από το να μείνουν στην πρωτεύουσα.
Ο Ίων Δραγούμης, παρέμεινε για λίγο στην Κηφισιά, αλλά αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, για να γράψει ένα κείμενο για το περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρησις», του οποίου υπήρξε συνεκδότης και συνδιευθυντής, στο οποίο θα καταδίκαζε ρητά την απόπειρα καθώς είχε γίνει τελικώς γνωστό ότι ο Βενιζέλος δεν είχε δολοφονηθεί, αλλά είχε επιζήσει της απόπειρας ελαφρά τραυματισμένος. Παρά τις αντιρρήσεις και τις παρακλήσεις τόσο της Κοτοπούλη, όσο και της αδελφής του Ναταλίας Μελά, συζύγου του Ήρωος του Μακεδονικού Αγώνος Παύλου Μελά, δεν άλλαξε άποψη, ακολουθώντας πάντα το ίδιο γνωστό δρομολόγιό του. Που ήταν μπλοκαρισμένο από τους φανατικούς Βενιζελικούς παρακρατικούς του «Τάγματος Ασφαλείας του Γύπαρη», του οποίου ήταν Διοικητής από το 1917, όταν ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός όλης της Ελλάδας με έδρα την Αθήνα. Τότε ο Κρητικός Παύλος Γύπαρης, ο οποίος είχε μονιμοποιηθεί στο Στρατό με τον βαθμό του Λοχαγού, ανέλαβε τη Διοίκηση του προαναφερθέντος Τάγματος, το οποίο ήταν επιφορτισμένο με την ασφάλεια της πρωτεύουσας και προσωπικώς του ίδιου του Βενιζέλου. Ήταν επικεφαλής δηλαδή της προσωπικής σωματοφυλακής του Βενιζέλου, που αποκαλούνταν «οι Γυπαραίοι». Επρόκειτο σχεδόν αποκλειστικώς για νεαρούς Κρητικούς, αγροτικής καταγωγής, απολύτως πιστούς στον Βενιζέλο, με μηνιαία αμοιβή 150-180 δραχμές/μηνιαίως (όταν τότε ο Λοχαγός του Στρατού αμοιβόταν με 600 δραχμές/μηνιαίως), ενώ πολλοί από τους «Γυπαραίους» στον ελεύθερο χρόνο τους πουλούσαν προστασία σε νυχτερινά κέντρα της εποχής.
Στις 31 Ιουλίου 1920, περίπου στις 15:00, ο Ίων Δραγούμης οδηγώντας την ανοιχτή Ford του, είχε φτάσει στην περιοχή της βίλας «Θων», στην αρχή της σημερινής Λεωφόρου Κηφισίας, στους Αμπελόκηπους, όπου υπήρχε μπλόκο «Γυπαραίων», οι οποίοι τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν. Καθ’ οδόν προς το στρατηγείο τους που τον μετέφεραν, ο Δραγούμης προπηλακίστηκε άσχημα τόσο από τους παρακρατικούς όσο και από τον φανατισμένο όχλο των Βενιζελικών, που στο μεταξύ είχε συγκεντρωθεί, μέχρι να φτάσει ενώπιον του ίδιου του Γύπαρη. Οι δύο άνδρες, γνωστοί από το Μακεδονικό Αγώνα, είχαν μία σύντομης διάρκειας συνομιλία χωρίς όμως να λεχθεί κάτι πιο σημαντικό.
Κατά τη μεταφορά του Δραγούμη από την έπαυλη «Θων» στο Φρουραρχείο Αθηνών, λόγω της μικρής αποστάσεως, αποφασίστηκε όπως αυτή γίνει με τα πόδια. Ενώ ο Δραγούμης με το απόσπασμα των «Γυπαραίων», που τον συνόδευε, είχαν φτάσει περίπου εκεί που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο Hilton, που ήταν τότε οι στρατώνες του Συντάγματος Πυροβολικού Αθηνών, τα λεγόμενα «Παραπήγματα», ξαφνικά σταμάτησαν. Χωρίς να υπάρξει κάποιο παράγγελμα ή οτιδήποτε άλλο, το απόσπασμα των «Γρυπαραίων» άρχισε να πυροβολεί εναντίον του Ι.Δραγούμη, ο οποίος δέχτηκε 13 πυροβολισμούς και έπεσε άπνους. Οι δολοφόνοι του όμως δεν αρκέστηκαν σε αυτό, αλλά τον λόγχισαν τουλάχιστον πέντε φορές με ξιφολόγχη. Ο νεκρός έφερε επίσης κάταγμα δεξιού μηρού που είχε προκληθεί από υποκόπανο όπλου. Στον τόπο της δολοφονίας του κατέφτασε ο πατέρας του Ίωνα, Στέφανος Δραγούμης, για την αναγνώριση του γιου του. Η κηδεία του Ίωνος Δραγούμη, πραγματοποιήθηκε νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας, 1ης Αυγούστου 1920.
Η εν ψυχρώ εκτέλεση του Ίωνος Δραγούμη, συγκλόνισε – ως προελέχθη – την κοινή γνώμη, καθώς τόσο αντιβενιζελικοί, όσο και πλείστοι εχέφρονες Βενιζελικοί κατέκριναν έντονα τη δολοφονία του. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, στεναχωρήθηκε πολύ και ήταν έξαλλος με τους υπευθύνους της δολοφονίας του δηλώνοντας μάλιστα ότι οι ένοχοι της δολοφονίας «θα τυφεκιστούν οιοιδήποτε κι αν είναι ούτοι», ενώ έστειλε και συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον Στέφανο Δραγούμη.
Στο σημείο της εκτελέσεως του Ίωνος Δραγούμη, νυν Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από το ξενοδοχείο «Χίλτον», το 1921 ανηγέρθη απέριττο Μνημείο, μία λευκή κολώνα, όπως είχε ζητήσει με τους στίχους του ο Εθνικός μας Ποιητής Κωστής Παλαμάς, στη Νεκρική ωδή που συνέθεσε, στις 8 Αυγούστου 1920, στη μνήμη του Δραγούμη: «Λευκή, ας βαλθή όπου έπεσες, κολώνα, / (Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέει) / λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα. / Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει, / βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει.» Οι στίχοι αυτοί χαράχθηκαν στο Μνημείο.