Στις 20 Δεκεμβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η παράδοση των Τούρκων της Χίου, που αντιστέκονταν στο βόρειο τμήμα του νησιού στους Έλληνες, γεγονός που πρακτικώς σήμαινε και την οριστική απελευθέρωση της Χίου.
Μετά την κατάληψη των υψωμάτων Προβατάς από τις ελληνικές δυνάμεις και εκκαθαρίζονται οι τελευταίες τουρκικές εστίες αντιστάσεως στη Χίο, οι οθωμανικές δυνάμεις να ζητήσουν την παράδοσή τους στους Έλληνες. Γεγονός, που είχε ως αποτέλεσμα, την επομένη ημέρα, 21 Δεκεμβρίου 1912, να υπογραφτεί το σχετικό πρωτόκολλο παραδόσεως του νησιού, μεταξύ του Οθωμανού διοικητή Ζιχνή Μπέη και του Έλληνα Λοχαγού Ε. Βερνάδου.
Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση της Χίου που είχε ξεκινήσει στις 11 Νοεμβρίου 1912, με την απόβαση στο νησί ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, πεζικού και πυροβολικού υπό τον Συνταγματάρχη Ν. Δελαγραμμάτικα και πεζοναυτών (ναυτών υπηρεσιών ξηράς και όσον εκ των πληρωμάτων των πλοίων αποτελούσαν μέλη «αγημάτων», που όλοι τους πολεμούσαν σε πεζομαχίες στη ξηρά) υπό τον Υποπλοίαρχο Ι. Δεμέστιχα ΒΝ, ο οποίος και θα τραυματιστεί λίγες ημέρες μετά, στη διάρκεια των χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον των Οθωμανών Τούρκων.
Τότε, στις 11 Νοεμβρίου 1912, Μοίρα του Ελληνικού Στόλου αποτελούμενη από τρία καταδρομικά («ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», «ΕΣΠΕΡΙΑ», «ΑΡΚΑΔΙΑ» ), δύο αντιτορπιλικά («ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ», «ΚΕΡΑΥΝΟΣ») και τρία μεταγωγικά («ΠΑΤΡΙΣ», «ΣΑΠΦΩ», «ΕΡΙΕΤΤΑ») με 2500 στρατιώτες, καταπλέει στις προσβάσεις του λιμένος Χίου, όπου οι Χιώτες τους υποδέχονται ενθουσιωδώς.
Από το καταδρομικό «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» αποβιβάζεται στο λιμάνι μια αντιπροσωπεία για να διαπραγματευτεί την παράδοση του νησιού, αλλά ο στρατιωτικός διοικητής του Ζιχνή Μπέης, υπολογίζοντας σε βοήθεια από τη Μικρά Ασία, που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση μακρύτερα, αρνείται να το παραδώσει, δηλώνοντας στους Έλληνες ότι θα το υπερασπιστεί μέχρι τέλους.
Έτσι μετά την άρνηση των Τούρκων οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούμενες από τρία Τάγματα Πεζικού και μία Ορεινή Πυροβολαρχία, αποβιβάζονται στο Κοντάρι, στην περιοχή που είναι σήμερα το αεροδρόμιο του νησιού, με Διοικητή – ως προελέχθη – τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Δελλαγραμμάτικα.
Η τότε Οθωμανική φρουρά, δυνάμεως συντάγματος και ενισχυμένη από ατάκτους, ντόπιους Μουσουλμάνους, είχε αρνηθεί να παραδοθεί και μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας, που πραγματοποιήθηκε την επομένη της αποβάσεως των πρώτων ελληνικών δυνάμεων στο νησί, είχε καταφύγει αρχικά στις Καρυές και στη συνέχεια στα ορεινά του, στην οροσειρά του Αίπους.
Μετά από σκληρές μάχες στη Δαφνώνα, στον Άγιο Γεώργιο, στο Λίθι, στο Βροντάδο, στα Καρδάμυλα και στον Αίπος, οι οποίες θα διαρκέσουν συνολικώς 40 ημέρες, ο Ελληνικός Στρατός, ο οποίος ενισχύεται από τα κανόνια του πλοίου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», καθώς και από Χιωτών πολιτοφυλάκων, θα κάμψει τελικώς την τουρκική αντίσταση, που ήτο πεισματώδης, απελευθερώνοντας έτσι το νησί.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1912 ένας Τούρκος αξιωματικός ενημερώνει τον Συνταγματάρχη Δελαγραμμάτικα ότι οι Τούρκοι του νησιού θέλουν να παραδοθούν.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1912, ο Ζιχνή Μπέης υπογράφει στις Καρυές, την παράδοση του νησιού. Η σχετική αναμνηστική πλάκα για την παράδοση της Χίου στις Ελληνικές δυνάμεις, που βρίσκεται εκεί αναφέρει επιγραμματικώς: «Εδώ υπογράφηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1912 το πρωτόκολλο ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ του τουρκικού στρατού στις ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ανάμεσα στον Τούρκο διοικητή Ζichni Mpei και το Λοχαγό Πεζικού Ε. ΒΕΡΝΑΔΟ Εκπρόσωπο του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ. Έληξε έτσι μετά από 356 χρόνια η Κατοχή της ΧΙΟΥ από τον Τούρκο ΔΥΝΑΣΤΗ.»
Έτσι η Χίος, η οποία 90 χρόνια πριν, με τη σφαγή των κατοίκων της, στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, είχε συγκινήσει ολόκληρη την Ευρώπη ενισχύοντας το φιλελληνικό ρεύμα και δίνοντας ώθηση στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας, μετά από 356 χρόνια σκλαβιάς ενώνεται με τον εθνικό κορμό de facto, κάτι που de iure έγινε τον Φεβρουάριο του 1914 όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις θα αναγνωρίσουν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1912, οι Οθωμανοί Τούρκοι εγκαταλείποντας πίσω τους δεκάδες πυροβόλα, πυρομαχικά και τρόφιμα, αναχωρούν για την έναντι ακτή της Μικράς Ασίας. Από τους 2044 αιχμαλώτους, οι βαριά τραυματίες μεταφέρθηκαν στον Τσεσμέ της Μικρασίας, ενώ οι υπόλοιποι στην Πελοπόννησο. Αξίζει ιδιαιτέρως να επισημανθεί ότι οι Χιώτες δεν πείραξαν τους αναχωρούντες Τούρκους, δείχνοντας έτσι μεγάλη ανθρωπιά.
Η θυσία του Ναυτικού Δόκιμου Ιωάννη Παστρικάκη
Στη διάρκεια των πεζομαχιών για την απελευθέρωση της Χίου, σκοτώθηκε πολεμώντας ο Ναυτικός Δόκιμος Ιωάννης Παστρικάκης, ο οποίος με τη θυσία του αποτελεί τον πρώτο σπουδαστή της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, νεκρό στους αγώνες του Έθνους.
Ο Ιωάννης Παστρικάκης, όπως σημειώνεται σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μονογραφία της Κυρίας Ιωάννας Σφακιανάκη, «…ήταν μοναχογιός του γιατρού Γεωργίου Παστρικάκη και της Σοφίας το γένος Γραικού, γεννήθηκε στις Αρχάνες Ηρακλείου Κρήτης στις 14 Δεκεμβρίου 1894. Ο πατέρας του Γεώργιος, ήταν από το Γαβαλοχώρι Αποκορώνου Χανίων και το 1894 υπηρετούσε ως γιατρός στις Αρχάνες. Το 1897 δε, ήταν γιατρός του Τάγματος Επιλέκτων Κρητών. Ο Παστρικάκης τελείωσε το Δημοτικό στις Αρχάνες και το Ελληνικό Γυμνάσιο στο Ηράκλειο.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1910 μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ). Κατά την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων στη Σχολή φοιτούσαν μόνο πρωτοετείς και τριτοετείς διότι το 1909 και το 1911 δεν είχαν καταταγεί Δόκιμοι.
Ως τριτοετής Ναυτικός Δόκιμος είχε πρωτοστατήσει στις προσπάθειες να πεισθεί το Υπουργείο Ναυτικών να επιτρέψει στους νεαρούς δοκίμους να συμμετάσχουν στην προσπάθεια της πατρίδος να απελευθερώσει τα σκλαβωμένα ακόμα χώματα της από τον Τούρκικο ζυγό.
Για το σκοπό αυτό παρακάλεσε πολλές φορές τον υπουργό των Ναυτικών Νικόλαο Στράτο ακόμη και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο που τύχαινε να είναι νονός του. Έτσι ο Ιωάννης Παστρικάκης με τους υπόλοιπους τριτοετείς συμμαθητές του τοποθετήθηκαν στον Στόλο του Αιγαίου και έλαβαν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο Ιωάννης Γ. Παστρικάκης με τους υπόλοιπους τριτοετείς συμμαθητές του ονομάστηκε Δόκιμος Αρχικελευστής και επέβη σε πλοίο του Ελληνικού Στόλου (Στόλο του Αιγαίου).
Το σχετικό διάταγμα όριζε ότι διατίθενται μόνο στην υπηρεσία των αποβατικών αγημάτων και ότι μετά το τέλος της επιστρατεύσεως θα επανέρχονταν στη Σχολή προκειμένου να συνεχίσουν τα μαθήματά τους.
Βρήκε ηρωικό θάνατο μαζί με άλλους συντρόφους του μαχόμενος για την απελευθέρωση του νησιού στις 15 Νοεμβρίου 1912.
Στη Χίο πήγε εκτελώντας χρέη αξιωματικού αποβατικού αγήματος, και συμμετείχε στην κατάληψη του υψώματος Σελλάδα του Αίπους και στην απελευθέρωση της νήσου, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα κατά την επίθεση εναντίον θέσεων της τούρκικης φρουράς στις 16 Νοεμβρίου 1912.
Άφησε την τελευταία του πνοή την επομένη ημέρα (17/11/1912) σε ηλικία 18 ετών.
Ο ίδιος ο επικεφαλής του αγήματος Ιωάννης Δεμέστιχας αναφέρει: «Ολίγον προ της Δύσεως ανεπήδησαν αιφνιδίως και σχεδόν έμπροσθέν μας, όμοιοι με δαίμονες της κολάσεως, Τούρκοι στρατιώται. Εφόρουν όλοι μακρούς μανδύας, είχον ξιφολόγχας επι των όπλων και εκτράτουν ανά μίαν χειροβομβίδα έκαστος. Δια να ενθαρρύνω τους άνδρας μου διέταξα αμέσως εφ’ όπλου λόγχην και πύρ ταχύ. Επηκολούθησε δαιμονιώδης θόρυβος. Αλλ΄η ορμή των επιτιθέμενων δεν εκάμθη…Εις την αριστερά πτέρυγα ο νεαρός δόκιμος Παστρικάκης ανέπτυξεν ασυνήθη τόλμην, και εξακολούθησε μαχόμενος και διευθύνων τους άνδρας του χωρίς ουδέ στιγμήν να καμφθή. Ο ατυχής δεν επέζησεν, όπως συνεχίσει το στάδιον του, το οποίον τόσον ενδόξως ήρχιζε. Σφαίρα εχθρική έδωκε τέλος εις την ευγενική του ύπαρξιν».
Ο Ιωάννης Παστρικάκης ήταν ο πρώτος σπουδαστής της ΣΝΔ ο οποίος έπεσε στο πεδίο της μάχης κατά την εκτέλεση του καθήκοντος προς την πατρίδα. Μεταθανατίως του απονεμήθηκε ο βαθμός του Αρχικελευστή Οπλίτη και τοποθετήθηκε η προτομή του στο κήπο της Σχολής, ενώ ετησίως διοργανώνονται προς τιμή του ιστιοπλοϊκοί αγώνες με την ονομασία «ΠΑΣΤΡΙΚΑΚΕΙΑ» σε συνεργασία της Σχολής, με τον Ναυτικό Όμιλο Ελλάδος και τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο Πειραιά, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας.