Στις 11 Δεκεμβρίου 1943, ο Γερμανός Στρατάρχης (εκ της Luftwaffe προερχόμενος) Άλμπερτ Κέσσερλινγκ, ανώτατος διοικητής όλων των Γερμανικών Δυνάμεων της Ιταλίας, διέταξε την κατάληψη του φημισμένου Καθολικού Αββαείου του Μόντε Κασσίνο, όχι όμως και του κυρίως κτίσματος αυτού με την εκκλησία του, που δέσποζε στην οροσειρά των κεντρικών Απεννίνων της Ιταλίας, που οδηγούσαν στην ίδια την πρωτεύουσα της χώρας, τη Ρώμη.
Μάλιστα για το σκοπό αυτό ενημέρωσε σχετικώς τους Συμμάχους αλλά και το Βατικανό και τον ίδιο τον Πάπα. Την επομένη, 12 Δεκεμβρίου η εντολή αυτή έγινε εκτελεστή και οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν θέσεις στα πρανή του Αββαείου και στα εξωτερικά κτίσματα αυτού.
Η ενέργεια αυτή από πλευράς των Γερμανών αποτέλεσε το πρελούδιο της επικής, πολύμηνης, μάχης του Μόντε Κασσίνο (ή «Μάχης της Ρώμης» για πολλούς ιστορικούς), καθώς ο έλεγχος και η κατάληψη της κορυφής, που δέσποζε το παλαιό Μοναστήρι, ήλεγχε όλα τα περάσματα προς την ιταλική πρωτεύουσα.
Το Μοναστήρι άρχισε να χτίζεται στις αρχές του 14ου αιώνος και ανήκε στο Μοναχικό Τάγμα των Βενεδικτίνων μοναχών και με την πληθώρα των καλλιτεχνικών του θησαυρών αποτελούσε από μόνο του ένα από τα «Πολιτιστικά Μνημεία της Ανθρωπότητος», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Η διαταγή του Κέσσερλινγκ ήταν όπως οι Γερμανοί καταλάβουν το χώρο, το ύψωμα επί του οποίου δέσποζε το κτίριο του Μοναστηριού, καθώς ήταν ένας εξαιρετικός χώρος παρατηρήσεως, αλλά όχι το κεντρικό κτίριο του Μοναστηριού με το Καθολικό της Εκκλησίας, και έτσι να μην το συμπεριλάβουν στη δική τους αμυντική γραμμή.
Ενέργεια χωρίς αποτέλεσμα όμως καθώς όπως υποστηρίζεται από Συμμαχικής πλευράς, οι λήψεις αρκετών αναγνωριστικών αεροσκαφών έδειξαν ότι γερμανικές δυνάμεις βρίσκονταν μέσα στο χώρο του κυρίως Μοναστηριού. Το γεγονός αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί ως σήμερα. Γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν ανηλεώς το Μοναστήρι και ολόκληρη την γύρο από αυτό περιοχή του στην κορυφή του βουνού, τόσο από αέρος, όσο και με το πυροβολικό του, με αποτέλεσμα στη συνέχεια οι Γερμανοί να μπουν στα ερείπια, που πρόσφεραν εξαιρετικές πλέον αμυντικές θέσεις και να τις χρησιμοποιήσουν σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας του.
Στην πραγματικότητα η Μάχη του Μόντε Κασσίνο αφορά τέσσερις διαδοχικές επιθέσεις των Συμμαχικών δυνάμεων που κινούνταν από νότο προς βορρά, έχοντας ως αντικειμενικό τους σκοπό την κατάληψη της Ρώμης. Οι τέσσερις αυτές διαδοχικές συμμαχικές επιθέσεις εκτείνονται χρονικώς σε βάθος αρκετών μηνών, καθώς η γερμανική αντίσταση από επίλεκτες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών κυρίως, ήταν εξαιρετικά επίπονη και αποτελεσματική.
Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε μία λεπτομέρεια με ξεχωριστή πιστεύουμε σημασία. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές (“Fallschirmjagers”) οργανικώς ανήκαν στη Γερμανική Αεροπορία (“Luftwaffe”), στο πλαίσιο ικανοποιήσεως από τον Χίτλερ της μεγαλομανίας του Χέρμαν Γκαίρινγκ,
ο οποίος ήθελε την «Αεροπορία του» να έχει και το δικό «της» στρατό για την προστασία της των κρίσιμων χώρων της όπως ήταν τα αεροδρόμια. Ως σκέψη ήταν απολύτως φυσική. Το ίδιο είχαν και οι Βρετανοί με το φημισμένο ως σήμερα “RAF Regiment”. Το ζήτημα είναι το πως εξελίχθηκε από τον Γκαίρινγκ, που έφτασε στο σημείο να διαθέτει με αεροπόρους και για την αεροπορία του μέχρι …Αεροπορική τεθωρακισμένη Μεραρχία, την «Χέρμαν Γκαίρινγκ», που έπαιρνε από τις πρώτες τα καλύτερα άρματα μάχης των Γερμανών. Μέχρι την Μάχη της Κρήτης (Νορβηγία , Κάτω Χώρες, Κρήτη) οι αλεξιπτωτιστές των Γερμανών προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό χρησιμοποιούμενοι για τον «κάθετο ελιγμό» στα μετόπισθεν των Συμμάχων για την επίτευξη καίριων πληγμάτων και τη διάσπαση της συμμαχικής αμύνης. Μάλιστα η δράση τους προκάλεσε τον θαυμασμό του ίδιου του Τσώρτσιλ ο οποίος διέταξε την άμεση συγκρότηση και εκπαίδευση αντίστοιχων μονάδων και στον Βρετανικό Στρατό. Μετά την Κρρήτη όμως οι Γερμανοί ουδέποτε χρησιμοποίησαν τους αλεξιπτωτιστές από αέρος, αλλά μόνο σε καθαρώς χερσαίες επιχειρήσεις ως επίλεκτο πεζικό. Το ίδιο έκαναν στη Βόρειο Αφρική, το ίδιο στην Τυνησία, στη Γαλλία, αλλά και στις επιχειρήσεις του Ανατολικού Μετώπου εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως στην περιοχή γύρο από το Λένινγκραντ. Το ίδιος έκαναν και στην Ιταλία, τόσο για την άμυνα της Σικελίας, όσο και στη συγκεκριμένη περίπτωση στη Μάχη του Μόντε Κασσίνο.
Κλείνοντας αυτήν την απαραίτητη πιστεύουμε παρένθεση και επανερχόμενοι στη Μάχη του Μόντε Κασσίνο.
Στα τέλη του 1943 και αρχές του 1944, το Αββαείο και ο βουνό στην κορφή του οποίου είχε χτιστεί. Δέσποζε στη δυτική πλευρά της αμυντικής γραμμής των Γερμανών «Χειμερινή Γραμμή» (Winter Line), που κάλυπτε την εθνική οδό Νο.6, με διεύθυνση Βορράς – Νότος που οδηγούσε στη Ρώμη. Ήταν τμήμα μόνο της τριπλής αμυντικής γραμμής των Γερμανών («Γραμμή Χίτλερ», «Γραμμή Γκούσταβ» κλπ), που είχαν κατασκευαστεί από τον γερμανικό κατασκευαστικό οργανισμό «Τοντ» και με τη βοήθεια των Ιταλών, όσο ήσαν σύμμαχοι, κόβοντας εγκαρσίως την ιταλική χερσόνησο κάτω από τη Ρώμη, σε μία προσπάθεια αποτροπής της προελάσεως προς την πρωτεύουσα.
Το Αββαείο του Μόντε Κασσίνο, δέσποζε του ομώνυμου χωριού (Κασσίνο) καθώς και των εισόδων στις κοιλάδες Λίρι και Ράπιντο. Στις αρχές του 1944, οι Σύμμαχοι άρχισαν να προελαύνουν σιγά-σιγά αλλά με σημαντικές απώλειες και οι ηγέτες των Συμμάχων θεώρησαν ότι οι Γερμανοί, παρά τα όσα είχαν υποσχεθεί , χρησιμοποιούσαν το Μοναστήρι το ίδιο, που ήταν στην κορφή με άπλετη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, ως παρατηρητήριο.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1944, σημειώθηκε η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του ιστορικού Μοναστηριού, όταν συμμαχικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη έριξαν ΠΑΝΩ στο Μοναστήρι 1.400 τόνους βομβών υψηλής εκρηκτικότητος, που μετέτρεψαν το Μοναστήρι σε ερείπια, στα οποία προωθήθηκαν αμέσως οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και τα μετέτρεψαν σε ισχυρές αμυντικές θέσεις. .
Μεταξύ 17 Ιανουαρίου και 18 Μαΐου 1944, οι Σύμμαχοι ως προελέχθη πραγματοποίησαν τέσσερις επιθέσεις εναντίον του Μόντε Κασσίνο και της «Γραμμής Γκούσταβ» σε μία προσπάθειά τους να διασπάσουν το μέτωπο. Οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνος αλλά και οι πλημμυρισμένες από τους Γερμανούς κοιλάδες και τα «φουσκωμένα» ποτάμια της περιοχής, δυσκόλεψαν αφάνταστα τις συμμαχικές επιθέσεις, διευκολύνοντας αντιθέτως το έργο των αμυνομένων.
Στις 16 Μαΐου 1944, στρατιώτες του Πολωνικού ΙΙ (2ου) Σώματος Στρατού εξαπέλυσαν την τελευταία επίθεση εναντίον των γερμανικών θέσεων, με στόχο την κατάληψη του Μοναστηριού, ως τμήμα μόνο της γενικότερης επιθέσεως κατά της «Γραμμής Γκούσταβ» από 24 Μεραρχίες των Συμμάχων.
Στις 18 Μαΐου 1944, η Πολωνική Σημαία υψώθηκε στην κορυφή των ερειπίων του Μόντε Κασσίνο, έχοντας στο πλευρό της και τη Βρετανική. Στις 25 του μηνός διασπάστηκε η κύρια γερμανική αμυντική γραμμή και είχε ανοίξει ο δρόμος προς τη Ρώμη.
Η κατάληψη του Μόντε Κασσίνο προκάλεσε 55.000 απώλειες, νεκρούς και τραυματίες, στους Συμμάχους, ενώ οι γερμανικές απώλειες εκτιμώνται σε περίπου 20.000 άνδρες νεκρούς και τραυματίες αντιστοίχως.
Ήταν μία «Πύρρειος», αλλά άκρως απαραίτητη, νίκη για τους Συμμάχους!