Στις 1 Δεκεμβρίου 1913, μετά από 267 έτη, 7 μήνες και 7 ημέρες Οθωμανικής Τουρκικής κυριαρχίας στη Κρήτη, πραγματοποιήθηκε επιτέλους – οριστικώς – η ενσωμάτωση της Μεγαλονήσου στη Μητέρα – Ελλάδα, ενέργεια που «επικυρώθηκε» τυπικώς με την έπαρση της Ελληνικής Σημαίας στο φρούριο Φιρκά των Χανίων, παρουσία του Βασιλέως Κωνσταντίνου Β’ και του κρητικής καταγωγής Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Και συμβολικώς αλλά αρκούντως ενδεικτικώς στη βάση του ιστού της Σημαίας τοποθετήθηκε η αναμνηστική επιγραφή: «ΕΝΤΑΥΘΑ και εις το ΔΙΗΝΕΚΕΣ»!
Στο «Πρωτόκολλο του Λονδίνου» (Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος), του 1830, οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις δεν παραχώρησαν την Κρήτη στο νέο Ελληνικό Βασίλειο. Αντίθετα, αυτές επικύρωσαν την παραχώρησή της ως «τιμάριο» από την Πύλη στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου μέχρι το 1841, οπότε το νησί θα επανερχόταν εκ νέου στον σουλτάνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μόνον στη διάρκεια του 19ου αιώνος οι Κρήτες ξεσηκώθηκαν ΕΝΝΕΑ (9) φορές διεκδικώντας την Ένωση με την Ελλάδα ενώ, ως ενδεικτικό της αέναης φιλοπατρίας των Κρητικών επισημαίνεται ότι πριν την Ένωση, Κρήτες εθελοντές θα συμμετέχουν τόσο στο Μακεδονικό Αγώνα όσο και στους δύο Βαλκανικούς πολέμους!
Το 1864, η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα αναπτέρωσε την ελπίδα των Κρητών για Ένωσή τους με τη Μητέρα-Ελλάδα.
Στις 14 Μαΐου 1866, σημαντικές Χριστιανικές προσωπικότητες απέστειλαν αναφορά αιτημάτων στον Ισμαήλ πασά, με την παράκληση όπως αυτή διαβιβαστεί στον σουλτάνο, στέλνοντας παράλληλα μυστικό υπόμνημα στις προστάτιδες Δυνάμεις της Ελλάδος προκειμένου αυτές να συναινέσουν στην Ένωσή τους με την Ελλάδα ή να συνδράμουν ώστε να χορηγηθεί ένας πολιτικός οργανισμός, που θα εγγυόταν τη χριστιανική διακυβέρνηση του νησιού.
Τον Ιούλιο του 1866, η Πύλη αρνήθηκε να αποδεχθεί οποιοδήποτε αίτημα και απείλησε να τιμωρήσει τους επαναστάτες. Τότε, η Γενική Συνέλευση των Κρητών προέκρινε τη λύση της επαναστάσεως με σύνθημα «Ένωση ή Θάνατος», για την πραγματοποίηση της Ενώσεως με την Ελλάδα, ελπίζοντας στην υποστήριξη των Μ. Δυνάμεων, όμως χωρίς επιτυχία.
Η Αγγλία υποστήριζε τη διατήρηση του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ (1854- 1869), κάτι που της εξασφάλιζε την ελεύθερη διέλευση προς τις αποικίες της των Ινδιών.
Η Γαλλία επιθυμούσε την ενίσχυση της επιρροής της στην Αίγυπτο.
Η Τσαρική Ρωσία διείδε στο Κρητικό ζήτημα ευκαιρία για να επανέλθει στην ευρωπαϊκή διπλωματία και επικαιρότητα, μετά το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει εξαιτίας της ήττας της στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853- 1856).
Η Ελλάδα δεν υποστήριζε τον πόλεμό της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς τότε δεν ήταν σε θέση να πράξει κάτι τέτοιο για οικονομικούς λόγους.
Στις 9 Νοεμβρίου 1866, είχαμε την εξέγερση στη Μονή Αρκαδίου, με την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης, για να μην πέσουν στα χέρια των Οθωμανών, γεγονός που προκάλεσε έκρηξη φιλελληνισμού στην Ευρώπη αλλά και θαυμασμό για τη μαχητικότητα του κρητικού λαού.
Κατάλοιπο της ανεπιτυχούς – ως προς το αποτέλεσμα – Επαναστάσεως του 1866 ήταν ο νέος διοικητικός οργανισμός, γνωστός ως «Οργανικός Νόμος» (1868), στον οποίο περιλαμβάνονταν για τους Χριστιανούς οι τρεις ειδικοί Κανονισμοί των μεικτών δικαστηρίων, των μεικτών διοικητικών συμβουλίων και της Γενικής Συνελεύσεως, καθώς και οι φορολογικές απαλλαγές της «δεκάτης» και του στρατιωτικού φόρου.
Τον Ιανουάριο του 1878, είχαμε νέα επανάσταση στην Κρήτη, που ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να υπογράψουν τη Σύμβαση της Χαλέπας (Οκτώβριος 1878), στη διάρκεια του Συνεδρίου στο Βερολίνο (Ιούλιος 1878).
Τον Σεπτέμβριο του 1895, η Επιτροπή Μεταπολιτεύσεως με υπομνήματα προς τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Κρήτη, αιτήθηκε τη δημιουργία ενός καθεστώτος ευρείας αυτονομίας, με τη συναίνεση και της ελληνικής κυβερνήσεως, κάτι όμως για το οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έδειξαν ενδιαφέρον.
Τον Ιανουάριο του 1897, οι εκτεταμένες βιαιότητες των Οθωμανών Τούρκων προκάλεσε την αφύπνιση της τότε ελληνικής κυβερνήσεως, η οποία απέστειλε στρατό στην Κρήτη για να διεκδικήσει την ένωση της νήσου με την Ελλάδα, γεγονός όμως που προκάλεσε την κλιμάκωση της κρίσεως.
Το 1898, πραγματοποιήθηκε η άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κρήτη, ύστερα από παρέμβαση της Αγγλίας και εξαιτίας της τουρκικής βιαιότητας ενάντια σε Κρήτες, αλλά και Άγγλους αξιωματικούς.
Ήταν η εποχή που κατοχυρώθηκε η αυτονομία του νησιού, με επιλεγμένο ηγεμόνα τον Πρίγκιπα Γεώργιο και συμβολική επικυριαρχία του σουλτάνου. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Πρίγκιπας Γεώργιος θα παραιτούνταν και θα αντικαθιστούνταν από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ως Ύπατο Αρμοστή.
Το 1908, εγκρίθηκε η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά και επικυρώθηκε με επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908) από την Κρητική Κυβέρνηση.
Το 1910, το κόμμα των Φιλελευθέρων του Κρητικού Ελευθέριου Βενιζέλου κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση στην Ελλάδα, αλλά οι Κρητικοί βουλευτές δεν μπήκαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ως την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων, τον Οκτώβριο του 1912.
Μολονότι η Ένωση είχε επιτευχθεί de facto, εντούτοις ένωσή της de jure επισφραγίστηκε – ως προελέχθη, το Μάϊο του 1913, με τη Συνθήκη του Λονδίνου και την 1η Δεκεμβρίου 1913 υψώθηκε η ελληνική σημαία στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων. [Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρουσίαση του θέματος υπάρχει στην επίσημη ιστοσελίδα του ΓΕΣ (www.army.gr) ως το κύριο ιστορικό θέμα του μηνός Δεκεμβρίου 2023]
Έτσι, στις 1 Δεκεμβρίου 1913, οι πόθοι και οι θυσίες αιώνων του Κρητικού λαού για Ένωση με την Μητέρα-Ελλάδα εύρισκαν τη δικαίωσή τους.